Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Θάλασσα.



Ήτανε κάποτε η ερωμένη κάθε ποιητή
και τώρα καρτ ποστάλ σε ένα συρτάρι
θάλασσα ασύνορη στην πένα την πηχτή
και θάλασσα θανατερή  με το φεγγάρι.

Α.Π.

Καρκινικό παιχνίδι.13/07/2013


Θέλω να φύγω να χαθώ κάπου στην τύχη
δεν ξέρω.μα πιο πολύ σαν έρχονται τα καλοκαίρια
ν αποτινάξω απ τις χαρές σου τα κοράκια.
να αμολήσω εναν χαρταετό απ΄το ταβάνι,
Την ώρα που στα μάτια σου δυο ήλιοι στάζουν...
Τα ξεραμένα δέντρα χορταριάζουν
πιο πέρα μετανάστες πίνουν απ το συντριβάνι,
γριές που ξεματιάζουν τα παγκάκια,
κουτσομπολεύουν με τα περιστέρια,
Την ώρα αυτή που ασελγούν οι στίχοι

Κι ανάποδα.

Την ώρα αυτή που ασελγούν οι στίχοι
κουτσομπολεύουν με τα περιστέρια,
γριές που ξεματιάζουν τα παγκάκια,
πιο πέρα μετανάστες πίνουν απ το συντριβάνι,
Τα ξεραμένα δέντρα χορταριάζουν
Την ώρα που στα μάτια σου δυο ήλιοι στάζουν...
να αμολήσω εναν χαρταετό απ΄το ταβάνι,
ν αποτινάξω απ τις χαρές σου τα κοράκια.
δεν ξέρω.μα πιο πολύ σαν έρχονται τα καλοκαίρια
Θέλω να φύγω να χαθώ κάπου στην τύχη

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Διάλογος Πρώτος

                         στον Επιτάφιο του Γιάννη Δούκα.
- 
Ύστερα κλείσαν τα ντοσιέ οι στρατοδίκες
κι είπαν πως θα τον θάψουνε μαζί με μας
σε γκλοπ που θα χτυπάνε σαν σε  βαλς
ματάδες .Και οι συνένοχες νταλίκες


τους στερηθέντες πιστοποιητικά ζωής
θε να ποδοπατούν στο πέρασμα τους
Αμυγδαλέζα,Ιερισσός,τα τραύματα τους
πώς θα λυτρώσουν τα λιβάνια της σιγής;

 Κι είπες"θα κανουμε το θρηνο μας  κραυγη
-Της ιστορίας-που την πνίξαμε με αγάλματα’’
μόλις ξημέρωνε '' και τα ψιλά της γράμματα
με τις επόμενες γενιές θα τ αποκαταστήσουμε μαζί''



Κι αν σκεπαστεί η γραφή κάτω απ το χώμα,
Το κύκνειο άσμα  μας δεν το παμε ακόμα.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Φωτογραφία.


Στη Δανάη,τον Πάνο,τη Σοφία.

Γαλάζια ανατριχίλα στα πλευρά του,
σε ένα κουπί το σούρουπο.Στο βλέμμα
της νύχτας, που μαρμάρωνε το αίμα
που χουν οι φλέβες του βυθού στο πέρασμα του.

Ορίζοντες, που ο κωπηλάτης ατενίζει
που με το ένα χέρι περιστρέφει
με το ένα χέρι μόνο και μας γνέφει
από μακριά,τον ήλιο ακέραιο πώς στραγγίζει.

Απο το αλάτι του βαφτίζει τα όνειρα μας.
-πιο πέρα ,σαν θαμπή φωτογραφία-
Εμείς από ώρα στο τραπέζι καθισμένοι

κι ομως, χωνεύουμε το μπλε στα σωθικά μας.
Πικρή γεύση στα χείλη -μπύρα κρύα
από εμβατήρια αστικά αηδιασμένοι.

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

Nocturne



Αργυρό τοπίο απόψε
μεταξύ ουρανού και μνήμης
διαχωριστική η φλέβα της νύχτας
που εντός της συρρέουν  τα αναμμένα αίματα
διαχωριστικό όριο ανάμεσα στον παραλογισμό
και την ανυπαρξία
κάτι μεταξύ ζωής δηλαδή
τα σύννεφα τα κλειδωμένα βλέφαρα της βροχής
που δε λένε να στάξουν
τα δέντρα, οι ξεραμένοι πόθοι μας
και πιο κάτω,στο δρόμο
ένα τοπίο που δεν γίνεται να κατευνάσεις
με κανένα νυχτολούλουδο

‘’δεν ήμασταν έτσι εμείς
δεν μας τρομάζαν οι φόβοι μας
δεν γυρίζαμε το κεφάλι αλλου
κάποτε, μια πλατεία
ήταν σημείο συνάντησης των επιθυμιών μας
τώρα είναι απλώς μια πλατεία
και κάποτε ένα βλέμμα ήταν σημείο εκκίνησης
τώρα είναι απλώς ένα βλέμμα’’
                                          αργυρό τοπίο απόψε
                                          γυναίκας προσωπίδα που μαρμάρωσε
                                          μεταξύ ουρανού και μνήμης

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Λόγος Υπεράσπισεως.



θα πω δυο λόγια για τα περιστέρια
που οι αστοί κακολογούν
γιατί λένε δεν μπορούν να πετάξουν
ή είναι τα αποβράσματα πουλιών
που όλο τσιμπολογούν 
τα λένε αρουραίους με φτερά ή αστικό κατάλοιπο
κι όχι ειλικρινή τέκνα της φύσεως
λες και θα πρεπε να ναι γλάροι ή αετοί 
μεταξύ ταράτσας και ασφάλτου
λες και θα πρεπε να κάνουν σχήματα στον ουρανό
και να εντυπωσιάζουν με το πέταγμα τους
όσους βρίζουμε το πρωί πριν πάμε για δουλειά
κι όμως ταίζοντας τα οι γέροι στις πλατείες
αισθάνονται το βάρος των μελών τους να μικραίνει
ή τα μικρά παιδιά ανακαλύπτουν ένα αλλόκοτο παιχνίδι
καθώς φτεροκοπούν μαζί τους δεξιά κι αριστερά
αν σ αρεσαν ποτε οι πόλεις,κιη ασχήμια τους
τα φωτα τις νυχτες που χρωματίζουν τους τενεκέδες των σκουπιδιών
τα φώτα νέον που αγριεύουν τις κεραίες των πολυκατοικιών
κι αμα εχεις ταξιδέψει στις πιο όμορφες πολιτείες
και την ομορφιά ή την τελειότητα τους αποστράφηκες
τότε ίσως καταλάβεις τι προσπαθώ να πω.

ένα περιστέρι σίγουρα δεν είναι χελιδόνι
κι αν μη τι αλλο δεν φέρνει την άνοιξη
φέρνει ωστόσο τα νέα της βροχής στο τζάμι
ή τον ταχυδρόμο καμια φορά τα πρωινά
κι αυτό αρκεί.

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Αφιερωμένο στις 21/03/2013 [παγκόσμια Ημέρα Ποίησης]




θελω σπασμένα φτερά για να ισορροπήσω
κι αν είναι από κερι που θα λιωσει ακόμα καλυτερα
κι όταν πέφτουν οι αστραπές να είμαι εκεί
πίσω από ενα πεύκο
και να τρομάζω τους φόβους μου
την ωρα που ψηλωνουν μεσα στην αγρια νυχτα
ζητησα ένα φεγγαρι ακεραιο
όχι τα χερια σου
ή έναν τσακισμενο ηλιο
το ιδιο είναι
όχι τα ματια σου
μα εσυ φοράς καινούργια ρούχα
και κοιτάς σαν άλλος,
κι οι ουρανοι ακομα περιστρεφονται

το πανωφόρι μου το θελω σταχτί
τι να τις κανω τις μποτες στα πρωτοβρόχια?
Όταν μπορω να πλεξω στα ποδια μου ασημένια χορτάρια
Και να γυρίζω ανέπαφη απ τις νοσταλγιες

Ανάγκασε με να βουτηξω στο μαυρο
Δεν με πειράζει
Να κρατήσω στα χερια μου έναν δαίμονα
Και να τον νανουρίσω
Δεν θα μου ηταν δυσκολο
Κι οσο για τις ευθείες
Μπορώ με ένα ποδήλατο να τις διασχίσω αντιφατικά ή αναποδα
Κι όσο για τη ζωή
 εδώ περα μαθε η σκακιέρα δεν είναι για ολους ασπρόμαυρη

Υπαρχει ένα τοπίο που δεν μπορουν να αγγίξουν τα μάτια σου
Γιατί είναι πίσω απ τους φράχτες του λεξιλογίου ακόμα και της άνοιξης
Μα εγώ  όταν έμαθα να μετράω  τα σκοτάδια με το θάρρος
Χάζευα  σ αυτό μια ποίηση
Που ηταν  ηλιοτρόπια στον κηπο της απογνωσης
Ουρανός για τους έγκλειστους
Ή μια αλληγορία για να χαίρονται οι τρελοί
Που έμοιαζε τόσο στη διαύγεια τους
Κι ουτε ζητησα περισσότερα

Μονάχα εκεί
να ξεμείνω,σ αυτό το τοπίο
Οπου ακόμα και ο θάνατος  της επόμενης μέρας
Είναι εκεί
 ο μακρινός ορίζοντας  της ελευθερίας.

Consolatio



Πώς θα στριμώξεις έναν νου σε δυο σημεία στίξης
Δυο σύννεφα σε μια σιωπή πριν βήξεις;

Πώς θα βαδίσεις με το σώμα και τις πράξεις;
Όχι να τρέχεις με τα άλογα της μαύρης νύχτας
Σε αστερισμούς πιο μακρινούς απ τη φτωχή σου στέγη!

Πώς δέχεσαι τον ήλιο και τα πρωτοβρόχια
Που σου θυμίζουν τα γυμνά σου λόγια;

Πώς θα βαδίσεις με το χώμα και θα ξαποστάσεις;
Όχι να τρέχεις με τα άλογα της μαύρης νύχτας
Σε αστερισμούς πιο μακρινούς απ τη φτωχή σου στέγη!

Πώς θα σκοντάφτεις στα πλατάνια και στους ίσκιους
Χωρίς να λησμονείς της πλάνης σου τους μίσχους;

Πώς θα βαδίσεις το χειμώνα και την ανοιξη θα φτασεις;
Όχι να τρεχεις με τα άλογα της μαύρης νύχτας
Σε αστερισμούς πιο μακρινούς απ τη φτωχή σου στέγη!

Έτσι ,που με το σώμα στο κεφάλι θα γεράσεις.
Και θα ναι ο πυρετος πυγμη που στη ζωη σου στεργει.

Αναμονή,



καποια νυχτα θα ξημερωνει ο ερωτας
ακομα κι αν μας τυρανναει το βαθυ σκοταδι
και θα ναι ο πονος προσευχη
και θα ναι ο χρονος προσευχη και παντα βραδυ

καποια νυχτα θα μου κρατας το χερι
ακομα κι αν τα χερια μου ειναι μουδιασμενα και σε απορια
μες στις τσεπες γιατι ηταν ανεφικτο να τα ταξινομησω
ηταν ανεφικτο ,και η δικη μας ιστορια

''τα αινιγματα ειναι ωραιοτερα απο τις αληθειες'' ,μου ειπες
''γιατι δεν ερμηνευονται,αρα ειναι ακρως αληθινα''
''πασχουμε απο υπαρξη'',μου ειπες
''ομως τα ψεμματα μας ειναι ειλικρινα''

επειτα περπατησαμε στο δρομο
και ειπαμε θα πεθαιναμε μαζι
γιατι ακομα και ο θανατος στα πιο ωραια χερια
ειναι σαν να γιορταζει η ζωη

κι υστερα φιληθηκαμε και μου πες
''ειναι ωραια να πεφτεις απ του ακροβατη το σχοινι...''
κι υστερα καναμε ερωτα και εσυ συνεχισες
''...ειναι και απειρως πιο μεγαλη η ηδονη!''

''αυτο που ολοι λενε κυνισμο'' ξαναπες
''ειναι μια ουτοπια διχως προορισμο''
κι υστερα εφυγες σε ενα συναχωμενο τρενο
κι εγω ταξινομω τις λεξεις μου 
τα χερια μου στις τσεπες
και σε περιμενω

DEN ΕΙΜΑΣΤΕ


. 

                  ‘’Τρυπώ με ιδανικά το ταβάνι’’Καρούζος

Δεν ειμαστε παρα
το καυσαέριο των επιθυμιών μας
λησμονημένα λόγια σε επιστολές τσαλακωμένες
πεταμένες στον σκουπιδοτενεκέ της κουζίνας
που δεν κατάφεραν ποτέ να πουν ευχαριστώ
κι ό,τι θελήσαμε παντοτινά
-η μοίρα μας μάς κυνηγούσε-
το βρίσκαμε στις σκάλες της εξώπορτας
καθώς κινούσαμε για αναπάντεχο ταξίδι
Δεν είμαστε παρά το χρέος που
δεν βάλαμε ποτέ στα όνειρα μας
κι αφού ποτέ δε γίνηκαν κοστίσαν περισσότερο
η ορμή μας να σκαλίσουμε τ αστέρια
ακόμα αφήνει χαρακιές στο μαξιλάρι
τάχα τα κρίνα τα εκλιπαρείς ν ανθίζουν?
τάχα τα σύννεφα τα γνώρισες με την αφή σου?
ή μηπως η όραση σου τα εννόησε?
είμαστε το γραφτό μας 
μα κι εκείνο το γραφτό που όμως κανείς δεν έγραψε
ριγμένοι,βρεθήκαμε στο μάταιο τούτο πέρασμα
για να γευτούμε το ακατόρθωτο στο τέλος
όμως πολύ συχνά λυγίζει ο λαιμός 
πάνω στο χώμα,μεσα σε τόση άβυσσο
είμαστε κάτι βλέφαρα που ανοιγοκλείνουν μόνα τους
οσο να γίνει ένα βλεφάρισμα
η ιδέα πως υπήρξαμε.
Μα δεν υπήρξαμε 
δύσκολο το φορτίο αυτό και 
δεν σηκώνεται με τις αισθήσεις.
Με την αόρατη κι αχειροποίητη αγάπη
μόνο αντέχεται.Με την αγάπη.

Εριστικόν.




Θα σε τρομαζε αραγε ο χρονος
-Ο χρονος ένα ονομα σαν όλα τα αλλα-
Ένα τεμαχισμενο ονομα,ονομα παραγωγικο
Κι ενδεχομενως οξυμωρο
]
Θα σε τρομαζε αραγε
Καθως
Τα μαυρα σου μαλλιά γίνονται χιόνι
Από λευκό,κι από μια νιότη που ταν άχρωμη
Ή αλλιως απόλυτα πειθαρχημένη?.

Και χιλιαδες σπασμενοι καθρεφτες να παιρνουν τα κομματια σου
Οι ανθρωποι
Και χιλιαδες χρονόμετρα να κανουν αντιστροφη μετρηση στα ονειρα σου
Οι εργοδοτες
Και να τα φτυνουν στα ρολογια του κοσμου
Στα ρολογια που οι δειχτες είναι πουλια
Μετέωρα του εγκλεισμου,με φτερα κομμενα

Θα σε τρομαζε αραγε η αγαπη
Σε έναν κοσμο που τα δεντρα σκυμμενα
 Προσκυνουν Το βορια
χωρις να υψωνουν τα κλαδια τους ή μια ρίζα
να αποχαιρετησουν εστω
 μια για παντα την ανοιξη?

Θα σε τρομαζε αραγε κι ο πυρετος σου ?
Η μηπως θα ανοιγες το συρταρι και θα γραφες ποιηματα
 χλιαρά σαν το θανατο?
Η μηπως θα ανοιγες το ντουλαπι να παρεις λίγο αλκοολ ή καμια αμφεταμινη?
Η μηπως θα ξεσπουσε ο ηλιος στα ματια σου
Κι εσυ αντι να κραυγασεις το φως
Θα σχολίαζες  σε ένα τετράδιο την αντανάκλαση?

Είναι μια πορτα  που ανοιγοκλεινει με μιαν επιγραφη
 με τεραστια γραμματα ‘’ΟΡΓΗ’’
Η εισοδος στο δωματιο της ειρήνης
Και η σαλα με τα ποιηματα είναι κλειδωμενη
Για οσους δεν αναποδογυριζουν το τραπεζι

-Προσοχη.Ποιητες.
Δεν εχει εδώ Εξοδο Κινδυνου.
Και τα κλειδια,ευτυχώς τα χουν ακόμα οι ανθρωποι του δρόμου.


On the road.




Είναι Σελίδες
Λωρίδες της σκέψης
Πεζοδρόμιο της συνείδησης
Ποδηλατόδρομος της νοσταλγίας
Είναι Σελίδες,σελίδες
Οι δρόμοι

Φανάρια οι επιθυμίες
Κόκκινες,πράσινες,κίτρινες,πορτοκαλί
Φανάρια οι νύχτες στις μέρες μας.

Είναι Σελίδες
Λωρίδες της άγνοιας
Διάβαση μιας σύμβασης
Ένα σταθμεύον χαμόγελο
Κι ύστερα
Ποδηλατόδρομος του ανεπλήρωτου
Είναι σελίδες
Βιβλία
Οι δρόμοι.

Φανάρια οι ακόρεστες ηδονές
Κόκκινες,πράσινες,κίτρινες πορτοκαλί
Φανάρια τα ψέμματα ή μια αληθειαστις βεβαιότητες μας


Κι ύστερα σελίδα και απόρριψη
Σελίδα κι αδιεξοδο
Κι ένα λουλούδι στο απέναντι μπαλκόνι
 να σκίζει την αντανάκλαση του φωτός
Σε ένα μπρος και ένα πίσω
Της αμαξοστοιχίας της σκέψης μας.

Κι ένα  αόρατο ψαλίδι να κοβει σελίδες
Λωρίδες
Και δρόμους
Στο μπρος και στο πίσω
Το άγνωστο
Ο χρόνος.
Ψαλίδι ανικανοποίητο.

Μια πεζοδιάβαση εκλιπαρήσαμε ευεξήγητη
-Ζητήσαμε πολλά?-
Να στήσουμε εκεί πανω δύο ποιήματα
Κι ύστερα να πετάξουν
Από πανω μας τα ενδύματα της μοναξιάς μας.




Είναι σελίδες
Σελίδες
Οι δρόμοι.
Κι εμείς που πια περπατάμε γυμνοί
Είναι σελίδες τα ρούχα μας
Από έναν άγνωστο προορισμό
Που θα ξεραμε καποτε καλυτερα.


Είναι σελίδες
σελίδες
ειναι λωρίδες συνείδησης
Κάθε τσιμέντο,κάθε άσφαλτος,κάθε χαλίκι,κάθε σταμάτημα
Είναι Λωρίδες της μνήμης
Οι δρόμοι.

Επίλογος μια ευτυχής διασταύρωση
Κι ύστερα πάλι σε ένα ξέφωτο
Να περπατάς μονάχος.

Μα πάντα ξέφωτο.
Και πάντα μονάχος.

Είναι σελίδες,
Σελίδες οι δρόμοι
Βιβλία οι δρόμοι
Επιτομα συμπεράσματα
Που δεν διαβάζονται
Με τη γλωσσα ή τη γραφή
Μα πάντα αρχίνάει η ανάγνωση
Από οσα  ως τωρα έχεις μάθει.
Για τον εαυτό σου

-Κι αυτές οι επιγραφές
 Παρτε τες από δω, σας παρακαλω!
 Δεν θελω!
 Δεν θελω να ξερω!

Είναι σελίδες
Και παίγνια συνειδησεως
Σελίδες
Βιβλία
Οι δρόμοι

Εγκώμιον




Πλάθουμε όνειρα ξορκίζοντας τη λάσπη
Κι ας είναι το αλεξίπτωτο μονάχα
Που ως τα πιο μεγάλα βάθη στο τέλος θα μας ρίξει
Κι όσα πράξαμε καθώς μια  ευλαβική τιμωρία φωτός
Για να συνέλθουμε από τη μεθη πως
Τάχα ήμασταν πάντα κύριοι του εαυτού μας

Παράλογες συνομιλίες όλο αντιφάσεις τραγικές
με  το υπόλοιπο κορμί της μέσα νύχτας
Ιερουργούμε τις ενοχές με κώνιο και λήθη
Κοινωνούμε τις αγωνίες με κρασί ανέρωτο
Με τους πιστούς της οδύνης
Σε ένα ξωκλήσι της ύπαρξης

Όπου οι άγγελοι στις τοιχογραφίες
Πίνουν αίμα απ το αίμα μας
Κρασί απ το κρασί μας
Κι όπου η λειτουργία είναι βγαλμένη
Απ τα παράπονα ενός ζειμπέκικου κάποιας ταβέρνας άσωτης
Με όλα τα πάθη ωσάν τα  κύριε ελέησον
Κι όλους τους τραγικούς έρωτες με θυμιατό από δάκρυα

Ένα ζευγάρι παπούτσια πριν λιώσουν
Είναι η σκέψη μας
Που τη φορέσαμε ώσπου να πάμε  παραπέρα
Μα ύστερα τα κλείσαμε στο μπαούλο της συνείδησης
Γιατί ο ουρανός  μας θέλησε ανυπόδητους
Και φύγαμε για το ανεξήγητο
Και φύγαμε
και μας πήρε μαζί του



Όπου βουλιάζεις,σκύβει μια αλήθεια να σε σηκώσει
Με ένα σπαθί στο χέρι που σφάζει τη βεβαιότητα
Κι ένα ρόδι στο άλλο να ξεδιψά η απελπισία

Ουτοπία ,στους ανθρωπους στο Συνταγμα



Ισκιοι που διχασμενοι προχωρουν στους κηπους
στα οδοφραγματα και στις πλατειες
που μπορεσαν να την χωρεσουν την ανοιξη
που καταφεραν να μην την κλαψουν στα δακρυγονα
ισκιοι που προχωρουν διχασμενοι με το κεφαλι ψηλα
κι ας ειναι χρονια καρατομημενο απο την ιδια τη ζωη του
κι ας ειναι χρονια μουσκεμενο απο ονειρα που δεν θα υπαρξουν

πεθυμησα τον διονυση με τους αναρχικους συντροφους του
που μαζι τους χορευαν τάγκο στις πορειες τα συνθηματα
που ονειρευτηκαν εναν ηλιο πισω απ τους φραχτες της δομης του εγκεφαλου τους
που ονειρευτηκαν την συντροφια του φεγγαριου σε ονειρα
διχως πατριδα διχως συνορα
κι ολους εκεινους που εκαψαν αυτα τα ονειρα πεθυμησα
μαζι με τ αποτσιγαρα τους στο τασακι των σκονισμενων τους ματιων εντελει

η ουτοπια δεν ειναι κατι που περιμενουμε να ρθει
δεν ειναι κατι που ζουμε σε σταγονες μερα με τη μερα
δεν ειναι καν ο λογος που βρεθηκαμε μαζι
αλλα αλλος ενας δρομος ειναι για να μην παιρνουμε αλλο τη ζωη στα σοβαρα
ενα χαλικι μες στα ματια των πεθαμενων
απ το οποιο αστραφτουν τ ανθακια της ξενερωμενης θαλπωρης
και τ αγκαθακια της βιας
κι ενα ζευγαρι γοβες διπλα απ τους σκουπιδοτενεκεδες
να κερνιουνται αλκοολ οι ρακοσυλλεκτες και να γελανε
με το παραλογο της υπαρξης

κι αν καποτε θεωρησα οτι η ουτοπια
ειναι ο μονος δρομος για να δω στα σοβαρα τη ζωη
τοτε θα επινοησω κι αλλους καθρεφτες
για να φτυσω εκει πανω την αγνοια μου

ενω εκεινος θα απομακρυνεται χαμογελαστος
γιατι ξερει καλα
οτι δεν περιμενει την ουτοπια του στο αυριο
μα την παλευει για να χει τωρα
λιγη αξιοπρεπεια παραπανω

Αν



αν δεν φανταζεσαι εναν κοσμο διαφορετικο
κι αμα την επανασταση δεν εχεις στο μυαλο σου
κι αμα δε βαφτισες ολες σου τις πληγες με χρωματα
τι να σε κανω στο κρεβατι και στα χερια μου?

οταν στα ψεμματα εχω μαθει να αγρυπνω
οταν να κουβεντιαζω με ισκιους χαμενων συγγραφεων
που παρατησαν τη στιξη τους στις ιδεες
που κυνηγουσαν
που παρατησαν βραβεια και νομπελ
για να ζησουν την πληροτητα της ανυπαρξιας
ενω μαχονταν στο ονειρο να αδραξουν πεταλουδες
χωρις αποχη λογικης στον ποταμο του χρονου

αν δεν φανταζεσαι εναν ηλιο πολυχρωμο στη δυση του ουρανου
κι αμα την επανασταση δεν ειχες στο μυαλο σου
κι αμα δε σφουγγαρισες τον πονο σου πανω σε κυλιομενες σκαλες
τι να σε κανω μες στο νου και μες στο σωμα μου?

οταν σε αληθειες εχω μαθει να μοχθω
οταν και να παραμιλω με τα φαντασματα των ποιητων
που παρατησαν την μετρικη τους μες στις χιμαιρες
που ξενυχτουσαν
και παρατησαν τις υστοροφημιες
για να ζησουν την πληροτητα  της δυσφημισης
ενω μαχονταν στα λεπια της σεληνης για δυο φλουδες
χωρις το φτυαρι υπομονης μες στο βουνο του χρονου

κι αν δεν φανταζεσαι κι ενα φεγγαρι ακεραιο πανω στιςς ζωες μας
κι αμα την ουτοπια ποθησες πισω απ τον καναπε
κι αμα οι κυλιομενες σκαλες πηγαινουν για σενα προς τα πισω
πες μου
τι να σε κανω μες στη γλωσσα  και στα χερια μου?

Στους μαθητες μου




συνένοχοι στα ίδια ξύλινα λόγια
στα ίδια τσαλακωμένα τετράδια
το δικό μου να σου υπαγορεύει τα ρήματα
το δικό σου να τα κρατά αντιγραμμένα
συνένοχοι στις ίδιες αρνήσεις
για ρουτίνα και αυτάρκεια
και στα ίδια τραγούδια συνένοχοι

συνένοχοι στα ίδια στέκια
αλλά με διαφορά χρονικής φάσης
στα ίδια ηλίθια αστεία με την ανταύγεια
επίθεσης στη μονοτονία που επιβάλλεται τόσο στέρεα
από κάθε επιβεβλημένη αγωνία

ήμουν κι εγώ εκεί πριν μια δεκαετία περίπου
ανάμεσα σε χίλια όνειρα
που κατακρεούργησαν φωτιές από ανώμαλα ρήματα
και ομαλές ιεραρχίες
και έγιναν στάχτη στα μυαλά ανθρώπων που το επέτρεψαν
κι ήταν στο δίπλα θρανίο με επιφανείς και κούφιες ρητορείες
καθώς έβλεπα τα όνειρα τα δικά μου να αντιστέκονται
στη μαχη και να επιβιώνουν
γιατί όσο πιο πολύ με έθαβαν πίσω από συντάξεις
τόσο πιο πολύ εγώ στις ιδέες βυθιζόμουνα

και τώρα άλλαξα και στάθηκα εδώ
στάθηκα εδώ γιατί ελπίζω
πως στη μάχη αυτή που με λες σύστημα
συστηματικά θα σε αντιπαραβάλλω
μπροστά από τα ίδια ανώμαλα ρήματα
μπροστά από τις ίδιες αρχαίες ασυνταξιες
μπας και σου δείξω ότι κανείς
δεν μπορεί να σε μάθει αντανακλαστικά δούλου
όσο εσύ κοιτάζεις πίσω από τις φιλολογικές μου γραμμές.

Ιδανικοί αυτόχειρες του πραγματικού



Nα περπατήσουμε με το χαλάζι στο παλτό
Και ένα τσιγάρο φλεγόμενο στα μάτια
Συνενοχοι στις ίδιες αρνήσεις
Να κάτσουμε σε ένα παγκάκι μαζί με τους απεγνωσμένους γερους
συνταξιούχους
Που δεν εχουν παρα σπορια για τα περιστέρια
Και απ αυτά ευτυχως ακομα
φοροδιαφευγουν
Κι εκεί να κοιμηθούμε
Σε ένα τοπίο που πάνω του οι επιθυμίες
Βροχή από ασημένιες  πέτρες
Να κρατήσουμε ένα περίστροφο στο ένα χέρι
Γεμάτο σφαίρες από όλες τις ανασφάλειες
Και να γίνουμε αυτόχειρες των ψυχαναγκασμών μας
Να ρίξουμε φωτιά από άστρα στους δήμιους
Πυρκαγιά από χρώματα στους εγκλειστους των πολυκατοικιών
Χιονισμένοι δρόμοι οι ψυχες μας
πάνω τους κανουνε σκι
Οι αρουραίοι,οι δημαγωγοί κι οι πεθαμένοι επαναστάτες
Να πάρουμε τους καναπέδες να τους κανουμε χαρταετό
Σε όλες τις πορείες
Να ξεχυθούμε στους δρόμους
Με κανα  δυο συνθήματα
Μονάχα σαν μια  τέχνη των αισθήσεων
Κι όσο για τις βελόνες των πεύκων
Μ αυτές να τρυπήσουμε τις φλέβες μας
Και να μεταμορφωθούμε
μανιώδεις του φανταστικού
Χωρίς δραχμή πραγματικού στην τσέπη
-Ε φιλαρακι,εχεις δυο κατοστάρικα
Να πάρω ένα πεύκο γιατί διψάω?
Να κόψουμε δύο σύννεφα στη μέση
και να κεράσουμε με το μετάξι ολες τις νύχτες
της σκοροφαγωμένης  νιότης μας
ή πάνω σε ένα λοφο να καθήσουμε
να κοιτάξουμε απ την αρχή τα φύλλα των δεντρων
πριν πέσουν που ναι για μια στιγμή
τα απείθαρχα μάτια του χειμώνα
και μ αυτά  κοιτώντας  την καρδιά των αστών
να τους κάνουμε να ντρέπονται για τα χερια τους
που  μυρίζουν χρονια  ναφθαλίνη.
Και από κει ξεκινωντας παλι απ την αρχη
Να σπειρουμε μ ολο μας το αιμα την άσφαλτο
Που φτύνει πανω της
Κάθε ασυμβίβαστο ξημέρωμα την ανοιξη
Κι αφου χορταριάσει στο τερμα του δρομου
να πεθάνουμε σίγουροι
Πως εμεις τελικα ειχαμε ζήσει.

Σονέτο 051


Σονέτο 051

Θα πρεπε να χαμε πάθει ένα σοκ ή ρίγη συγκινήσεων
Τα λάθη να αντικαταστούσαμε με τις επιθυμίες
Να ταν τα γέλια οι πιο θρασείς αλληγορίες
Ή να χαμε έστω βεβαιώσεις ψυχικών  παθήσεων

Να χαμε πιει όλο το κρασί των Θείων Μεταλήψεων
Να μην αφήναμε τραπέζι για τραπέζι στις κηδείες
Να τανε τα κονιάκ απεριτίφ στις όποιες αγωνίες
Ή έστω τα γιορτάσια καυστικών επαναλήψεων

Να χαμε συγκεντρώσει στο στομάχι την οργή
Ως να ταν ένα βουητό παράλογο για τους νεκρούς
Που όμως θά βγαινε ο καπνός στου καθενός το στόμα

Ωσπου να σηκωθούν με ένα  τραγούδι την αυγή
Και να κερδίζαμε στην πρέφα όλους τους θεούς
Όλοι μαζί ,καθένας από πιώμα.