Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Λόγος Υπεράσπισεως.



θα πω δυο λόγια για τα περιστέρια
που οι αστοί κακολογούν
γιατί λένε δεν μπορούν να πετάξουν
ή είναι τα αποβράσματα πουλιών
που όλο τσιμπολογούν 
τα λένε αρουραίους με φτερά ή αστικό κατάλοιπο
κι όχι ειλικρινή τέκνα της φύσεως
λες και θα πρεπε να ναι γλάροι ή αετοί 
μεταξύ ταράτσας και ασφάλτου
λες και θα πρεπε να κάνουν σχήματα στον ουρανό
και να εντυπωσιάζουν με το πέταγμα τους
όσους βρίζουμε το πρωί πριν πάμε για δουλειά
κι όμως ταίζοντας τα οι γέροι στις πλατείες
αισθάνονται το βάρος των μελών τους να μικραίνει
ή τα μικρά παιδιά ανακαλύπτουν ένα αλλόκοτο παιχνίδι
καθώς φτεροκοπούν μαζί τους δεξιά κι αριστερά
αν σ αρεσαν ποτε οι πόλεις,κιη ασχήμια τους
τα φωτα τις νυχτες που χρωματίζουν τους τενεκέδες των σκουπιδιών
τα φώτα νέον που αγριεύουν τις κεραίες των πολυκατοικιών
κι αμα εχεις ταξιδέψει στις πιο όμορφες πολιτείες
και την ομορφιά ή την τελειότητα τους αποστράφηκες
τότε ίσως καταλάβεις τι προσπαθώ να πω.

ένα περιστέρι σίγουρα δεν είναι χελιδόνι
κι αν μη τι αλλο δεν φέρνει την άνοιξη
φέρνει ωστόσο τα νέα της βροχής στο τζάμι
ή τον ταχυδρόμο καμια φορά τα πρωινά
κι αυτό αρκεί.

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Αφιερωμένο στις 21/03/2013 [παγκόσμια Ημέρα Ποίησης]




θελω σπασμένα φτερά για να ισορροπήσω
κι αν είναι από κερι που θα λιωσει ακόμα καλυτερα
κι όταν πέφτουν οι αστραπές να είμαι εκεί
πίσω από ενα πεύκο
και να τρομάζω τους φόβους μου
την ωρα που ψηλωνουν μεσα στην αγρια νυχτα
ζητησα ένα φεγγαρι ακεραιο
όχι τα χερια σου
ή έναν τσακισμενο ηλιο
το ιδιο είναι
όχι τα ματια σου
μα εσυ φοράς καινούργια ρούχα
και κοιτάς σαν άλλος,
κι οι ουρανοι ακομα περιστρεφονται

το πανωφόρι μου το θελω σταχτί
τι να τις κανω τις μποτες στα πρωτοβρόχια?
Όταν μπορω να πλεξω στα ποδια μου ασημένια χορτάρια
Και να γυρίζω ανέπαφη απ τις νοσταλγιες

Ανάγκασε με να βουτηξω στο μαυρο
Δεν με πειράζει
Να κρατήσω στα χερια μου έναν δαίμονα
Και να τον νανουρίσω
Δεν θα μου ηταν δυσκολο
Κι οσο για τις ευθείες
Μπορώ με ένα ποδήλατο να τις διασχίσω αντιφατικά ή αναποδα
Κι όσο για τη ζωή
 εδώ περα μαθε η σκακιέρα δεν είναι για ολους ασπρόμαυρη

Υπαρχει ένα τοπίο που δεν μπορουν να αγγίξουν τα μάτια σου
Γιατί είναι πίσω απ τους φράχτες του λεξιλογίου ακόμα και της άνοιξης
Μα εγώ  όταν έμαθα να μετράω  τα σκοτάδια με το θάρρος
Χάζευα  σ αυτό μια ποίηση
Που ηταν  ηλιοτρόπια στον κηπο της απογνωσης
Ουρανός για τους έγκλειστους
Ή μια αλληγορία για να χαίρονται οι τρελοί
Που έμοιαζε τόσο στη διαύγεια τους
Κι ουτε ζητησα περισσότερα

Μονάχα εκεί
να ξεμείνω,σ αυτό το τοπίο
Οπου ακόμα και ο θάνατος  της επόμενης μέρας
Είναι εκεί
 ο μακρινός ορίζοντας  της ελευθερίας.

Consolatio



Πώς θα στριμώξεις έναν νου σε δυο σημεία στίξης
Δυο σύννεφα σε μια σιωπή πριν βήξεις;

Πώς θα βαδίσεις με το σώμα και τις πράξεις;
Όχι να τρέχεις με τα άλογα της μαύρης νύχτας
Σε αστερισμούς πιο μακρινούς απ τη φτωχή σου στέγη!

Πώς δέχεσαι τον ήλιο και τα πρωτοβρόχια
Που σου θυμίζουν τα γυμνά σου λόγια;

Πώς θα βαδίσεις με το χώμα και θα ξαποστάσεις;
Όχι να τρέχεις με τα άλογα της μαύρης νύχτας
Σε αστερισμούς πιο μακρινούς απ τη φτωχή σου στέγη!

Πώς θα σκοντάφτεις στα πλατάνια και στους ίσκιους
Χωρίς να λησμονείς της πλάνης σου τους μίσχους;

Πώς θα βαδίσεις το χειμώνα και την ανοιξη θα φτασεις;
Όχι να τρεχεις με τα άλογα της μαύρης νύχτας
Σε αστερισμούς πιο μακρινούς απ τη φτωχή σου στέγη!

Έτσι ,που με το σώμα στο κεφάλι θα γεράσεις.
Και θα ναι ο πυρετος πυγμη που στη ζωη σου στεργει.

Αναμονή,



καποια νυχτα θα ξημερωνει ο ερωτας
ακομα κι αν μας τυρανναει το βαθυ σκοταδι
και θα ναι ο πονος προσευχη
και θα ναι ο χρονος προσευχη και παντα βραδυ

καποια νυχτα θα μου κρατας το χερι
ακομα κι αν τα χερια μου ειναι μουδιασμενα και σε απορια
μες στις τσεπες γιατι ηταν ανεφικτο να τα ταξινομησω
ηταν ανεφικτο ,και η δικη μας ιστορια

''τα αινιγματα ειναι ωραιοτερα απο τις αληθειες'' ,μου ειπες
''γιατι δεν ερμηνευονται,αρα ειναι ακρως αληθινα''
''πασχουμε απο υπαρξη'',μου ειπες
''ομως τα ψεμματα μας ειναι ειλικρινα''

επειτα περπατησαμε στο δρομο
και ειπαμε θα πεθαιναμε μαζι
γιατι ακομα και ο θανατος στα πιο ωραια χερια
ειναι σαν να γιορταζει η ζωη

κι υστερα φιληθηκαμε και μου πες
''ειναι ωραια να πεφτεις απ του ακροβατη το σχοινι...''
κι υστερα καναμε ερωτα και εσυ συνεχισες
''...ειναι και απειρως πιο μεγαλη η ηδονη!''

''αυτο που ολοι λενε κυνισμο'' ξαναπες
''ειναι μια ουτοπια διχως προορισμο''
κι υστερα εφυγες σε ενα συναχωμενο τρενο
κι εγω ταξινομω τις λεξεις μου 
τα χερια μου στις τσεπες
και σε περιμενω

DEN ΕΙΜΑΣΤΕ


. 

                  ‘’Τρυπώ με ιδανικά το ταβάνι’’Καρούζος

Δεν ειμαστε παρα
το καυσαέριο των επιθυμιών μας
λησμονημένα λόγια σε επιστολές τσαλακωμένες
πεταμένες στον σκουπιδοτενεκέ της κουζίνας
που δεν κατάφεραν ποτέ να πουν ευχαριστώ
κι ό,τι θελήσαμε παντοτινά
-η μοίρα μας μάς κυνηγούσε-
το βρίσκαμε στις σκάλες της εξώπορτας
καθώς κινούσαμε για αναπάντεχο ταξίδι
Δεν είμαστε παρά το χρέος που
δεν βάλαμε ποτέ στα όνειρα μας
κι αφού ποτέ δε γίνηκαν κοστίσαν περισσότερο
η ορμή μας να σκαλίσουμε τ αστέρια
ακόμα αφήνει χαρακιές στο μαξιλάρι
τάχα τα κρίνα τα εκλιπαρείς ν ανθίζουν?
τάχα τα σύννεφα τα γνώρισες με την αφή σου?
ή μηπως η όραση σου τα εννόησε?
είμαστε το γραφτό μας 
μα κι εκείνο το γραφτό που όμως κανείς δεν έγραψε
ριγμένοι,βρεθήκαμε στο μάταιο τούτο πέρασμα
για να γευτούμε το ακατόρθωτο στο τέλος
όμως πολύ συχνά λυγίζει ο λαιμός 
πάνω στο χώμα,μεσα σε τόση άβυσσο
είμαστε κάτι βλέφαρα που ανοιγοκλείνουν μόνα τους
οσο να γίνει ένα βλεφάρισμα
η ιδέα πως υπήρξαμε.
Μα δεν υπήρξαμε 
δύσκολο το φορτίο αυτό και 
δεν σηκώνεται με τις αισθήσεις.
Με την αόρατη κι αχειροποίητη αγάπη
μόνο αντέχεται.Με την αγάπη.

Εριστικόν.




Θα σε τρομαζε αραγε ο χρονος
-Ο χρονος ένα ονομα σαν όλα τα αλλα-
Ένα τεμαχισμενο ονομα,ονομα παραγωγικο
Κι ενδεχομενως οξυμωρο
]
Θα σε τρομαζε αραγε
Καθως
Τα μαυρα σου μαλλιά γίνονται χιόνι
Από λευκό,κι από μια νιότη που ταν άχρωμη
Ή αλλιως απόλυτα πειθαρχημένη?.

Και χιλιαδες σπασμενοι καθρεφτες να παιρνουν τα κομματια σου
Οι ανθρωποι
Και χιλιαδες χρονόμετρα να κανουν αντιστροφη μετρηση στα ονειρα σου
Οι εργοδοτες
Και να τα φτυνουν στα ρολογια του κοσμου
Στα ρολογια που οι δειχτες είναι πουλια
Μετέωρα του εγκλεισμου,με φτερα κομμενα

Θα σε τρομαζε αραγε η αγαπη
Σε έναν κοσμο που τα δεντρα σκυμμενα
 Προσκυνουν Το βορια
χωρις να υψωνουν τα κλαδια τους ή μια ρίζα
να αποχαιρετησουν εστω
 μια για παντα την ανοιξη?

Θα σε τρομαζε αραγε κι ο πυρετος σου ?
Η μηπως θα ανοιγες το συρταρι και θα γραφες ποιηματα
 χλιαρά σαν το θανατο?
Η μηπως θα ανοιγες το ντουλαπι να παρεις λίγο αλκοολ ή καμια αμφεταμινη?
Η μηπως θα ξεσπουσε ο ηλιος στα ματια σου
Κι εσυ αντι να κραυγασεις το φως
Θα σχολίαζες  σε ένα τετράδιο την αντανάκλαση?

Είναι μια πορτα  που ανοιγοκλεινει με μιαν επιγραφη
 με τεραστια γραμματα ‘’ΟΡΓΗ’’
Η εισοδος στο δωματιο της ειρήνης
Και η σαλα με τα ποιηματα είναι κλειδωμενη
Για οσους δεν αναποδογυριζουν το τραπεζι

-Προσοχη.Ποιητες.
Δεν εχει εδώ Εξοδο Κινδυνου.
Και τα κλειδια,ευτυχώς τα χουν ακόμα οι ανθρωποι του δρόμου.


On the road.




Είναι Σελίδες
Λωρίδες της σκέψης
Πεζοδρόμιο της συνείδησης
Ποδηλατόδρομος της νοσταλγίας
Είναι Σελίδες,σελίδες
Οι δρόμοι

Φανάρια οι επιθυμίες
Κόκκινες,πράσινες,κίτρινες,πορτοκαλί
Φανάρια οι νύχτες στις μέρες μας.

Είναι Σελίδες
Λωρίδες της άγνοιας
Διάβαση μιας σύμβασης
Ένα σταθμεύον χαμόγελο
Κι ύστερα
Ποδηλατόδρομος του ανεπλήρωτου
Είναι σελίδες
Βιβλία
Οι δρόμοι.

Φανάρια οι ακόρεστες ηδονές
Κόκκινες,πράσινες,κίτρινες πορτοκαλί
Φανάρια τα ψέμματα ή μια αληθειαστις βεβαιότητες μας


Κι ύστερα σελίδα και απόρριψη
Σελίδα κι αδιεξοδο
Κι ένα λουλούδι στο απέναντι μπαλκόνι
 να σκίζει την αντανάκλαση του φωτός
Σε ένα μπρος και ένα πίσω
Της αμαξοστοιχίας της σκέψης μας.

Κι ένα  αόρατο ψαλίδι να κοβει σελίδες
Λωρίδες
Και δρόμους
Στο μπρος και στο πίσω
Το άγνωστο
Ο χρόνος.
Ψαλίδι ανικανοποίητο.

Μια πεζοδιάβαση εκλιπαρήσαμε ευεξήγητη
-Ζητήσαμε πολλά?-
Να στήσουμε εκεί πανω δύο ποιήματα
Κι ύστερα να πετάξουν
Από πανω μας τα ενδύματα της μοναξιάς μας.




Είναι σελίδες
Σελίδες
Οι δρόμοι.
Κι εμείς που πια περπατάμε γυμνοί
Είναι σελίδες τα ρούχα μας
Από έναν άγνωστο προορισμό
Που θα ξεραμε καποτε καλυτερα.


Είναι σελίδες
σελίδες
ειναι λωρίδες συνείδησης
Κάθε τσιμέντο,κάθε άσφαλτος,κάθε χαλίκι,κάθε σταμάτημα
Είναι Λωρίδες της μνήμης
Οι δρόμοι.

Επίλογος μια ευτυχής διασταύρωση
Κι ύστερα πάλι σε ένα ξέφωτο
Να περπατάς μονάχος.

Μα πάντα ξέφωτο.
Και πάντα μονάχος.

Είναι σελίδες,
Σελίδες οι δρόμοι
Βιβλία οι δρόμοι
Επιτομα συμπεράσματα
Που δεν διαβάζονται
Με τη γλωσσα ή τη γραφή
Μα πάντα αρχίνάει η ανάγνωση
Από οσα  ως τωρα έχεις μάθει.
Για τον εαυτό σου

-Κι αυτές οι επιγραφές
 Παρτε τες από δω, σας παρακαλω!
 Δεν θελω!
 Δεν θελω να ξερω!

Είναι σελίδες
Και παίγνια συνειδησεως
Σελίδες
Βιβλία
Οι δρόμοι