Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Μεταμεσονυχτιο

ξυράφι που σε διαπερνά η υγρασία της νύχτας
και να χει σταματήσει στιγμιαία και το πεύκο να εκπνέει
να χεις ξεμάθει το σφυγμό και να πρέπει να τον επιβάλλεις
εισπνοή,εκπνοή μια ανάσα απέχεις απ όσα κουβαλάς μέσα σου
απο τον άνθρωπο στο ίδιο τραπέζι που σαν άλλος εαυτός που αγάπησες
σου θυμησε την έλλειψη και την απώλεια
της δικής σου σάρκας,της μνήμης και της λήθης σου
και γι αυτο τον αγαπησες περισσότερο
η ανθρωπιά μας θα λεγες είναι ό,τι απομένει απ το σύννεφο κάθε ιδιότητας
απο τις εναγωνιες γεφυρες που χτισαμε και γκρεμισαμε μαζι και ξαναχτιζουμε σισυφεια

ξυράφι η υγρασία της νύχτας
κι ο πυρετός να παραμένεις ανθρώπινος ενας καταιγισμός να μοιάζει
σε ένα τζάμι απρόφερτο της άγνοιας σου
που κείτεσαι φυλακισμένος και κοιτάς έξω την ομορφιά να την χαζεύεις
τρομοκρατημένος σαφώς,ανασφαλής και αναξιόπιστος για τη χαρτούρα
που σου ετοιμάζουν όλο ετυμηγορίες.στο κάθε τι εισαι υπόλογος
μιας βαθύτερης ανάγκης των άλλων να υπάρξουν πάνω σου
δεν ειναι αληθεια,δεν ειναι ψεμματα,ειναι απλα καποια πανισχυρη συνηθεια,θα πεις
απ τα παναρχαια χρονια που οι ανθρωποι ακόμα συντηρούν γιατι ειναι αδυναμοι αλλιως να νιωσουν ζωντανοι

κάθε παπούτσι σου βρεγμένο και τρύπιες κάλτσες
ε και;ποτε δεν σε ενοιαξαν αυτά
κοιτάς πίσω απ το τζάμι τον καταιγισμό των ανθρώπων και υποφέρεις
τόση μοναξιά,τόσοι άνθρωποι,τόσα βήματα
που πάνε;ενώ το ίδιο θέλαμε όλοι
ενα ζεστό ψωμί,δυο χέρια τρυφερά να μας κλείσουν τα μάτια στον κάθε επίλογο της μέρας
ή και της ζωής αν θες
και λίγο να μας καληνυχτίζει μια φωνή διάφανη κι ανακόλουθη με τα πλήθη
ετσι να,για να μην την μπερδευουμε στο χαος με καμιαν αλλη

στο ίδιο το κενό μέσα σου ενώνεις τις λεπίδες και πορεύεσαι
κανένα τραύμα δεν είναι πιο ύπουλο απ την ανάγκη
καμιά αγάπη πιο νοσταλγική απ την αναίτια

κι εκείνο το φεγγαρι να χει σαστίσει με τοσο ορθολογισμό
η τόσους ποιητές που το εκμαιεύουν σε αμέτρητες μεταφορές
-πιο αστοχες κι ειρωνικες οσο πιο επιτηδευμενες-
μιας ποίησης που θα ταν ωραιότερη αν δεν την θελαμε ποτε
και δεν την ειχαμε ποτε αποζητησει
μονο ακαλεστη κι αυτη σαν την ζωη,τον ερωτα και τον θανατο.


9/11/2014

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

επικηδειος με παραληπτη τον ανωνυμο ποιητη.


--------------------------------------------------------
ολα οσα ξοδεψε ο καιρος ανειπωτα φιλια
κι οσα μπερδεύτηκαν μες στης ζωης τα πλάτια
θα λεγες πως ξοδευτηκαν για να σε ξεριζωσουν
απο μια ριζα σου βαθια
και πως στα σκαλοπατια
προσμενανε στιγμη στιγμη, για να σ αποθεώσουν...
κι υστερα ο πονος και οι λυγμοι
πιο ακεραιο να σε στηναν
σε ενα γκρεμο μονακριβο που πλαστηκε για σενα
απο ονειρο σε ονειρο ξεσταχυαζες τη μοιρα
και σε φιλεύαν οι ουρανοι το αθανατο τους στεμμα
κι ετσι προσπερασε η ζωη
οι ακαρδοι με λυπούνται...!
ελεγες κι ανθη τρυφερα σου πληγωναν το βλεμμα
κι ετσι προσπερασες κι εσυ
τι μοναξια στερουνται...!
ελεγες κι ειχες θανατο γλυκυ
γλυκύ σαν ψεμα.
------------------------
4/11/2014.α.β.π.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Προυπολογισμός του ανέφιχτου

                                                                             Στον φίλο Άρη Μ. απο μια του κουβέντα
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ένα ποτάμι με σκιές απ το αρχαίο μας σώμα
Γλυκοπικρο σαν τις ευχές που πήραμε απ το χώμα
Που μας ορίζει διάφανο κι όλο μας αχρηστεύει
Σαν να τανε να κλαίγανε τη μοιρα τους οι δήμιοι

Μαύρο ποτάμι η προσευχή του ανέφιχτου , μονάχα
Να συγκεράσουμε το νου με την ανατριχίλα
Να συγκερασουμε το χώμα που ορίζει με νερό ανάκατο
- τους πόθους μας-

Εδώ ο ήλιος δεν έχει δρόμο να αντιπεράσει την κάθε μερα
Κι εδώ σκοτεινιάσε πια τόσο νωρίς
Οι άνθρωποι που πνιγονται από τρύπιες βάρκες του πολέμου οι άνθρωποι
Είναι καταδικασμένοι να επαναλαμβανουν το ποιημα,ταυτότητα,ιδιότητα,χαρτιά
Κι αν είναι γέροι δεν έχουν οδό
Κι αν είναι δεκάχρονα δεν έχουν πόδια
Μια ρίζα μονο πευκου εμεινε να συνεφέρνει το στομάχι μας μετρώντας το βάθος
Το βαθος μιας στιγμής που όλο μας καταπίνει μεταξύ σφυγμού και ασφάλτου

Κι η μοναξια.η μοναξια να μας αφήνει
Το ανεκπληρωτο γραμμα της στα πληγιασμένα χέρια του χειμώνα
Κι ύστερα γκρίζος ουρανός κι οδύνη
Ως το βαθύτερο σκοτάδι
των επικλησεων μας στη σελήνη

Θα πρεπε να χαμε ξορκισει τις ρυτιδες των παιδιών στα φανάρια
Αλλα ποιος ;
Να χαμε εξορισει τους ανιδεους
Αλλα πού;
Να χαμε πλεξει κομποσχοινια παρακλησεων στους αστεγους
Να μας συντρεξουν που δε νιωθουμε
Ή εστω Να χαμε ξεκουράσει το χασμουρητό από ένα ναρκωμένο παιδί ενδιάμεσα
Του  πεζοδρομίου που με το να χερι εκλιπαρει και με το άλλο ανασυντασσει τα συννεφα
Να μην το παρουν μυρωδια και το ξεπλυνουν με το αίμα της περηφάνιας ή της βόλεψης μας
Ή έστω, να μην είχαμε πάρει τη ζωή μας τόσο στα σοβαρά

Κι ύστερα,να χαμε τρέξει τόσο μακριά
Να χαμε θρυμματισει όλους τους αντικατοπρισμους που μας αφήνουν άφωνους
Στη θέα καποιου σπινθηρα επαληθευσης της επαναληψης μας
Και να χαμε πιάσει το νήμα ή το νόημα έστω μιας εικόνας
Που αντί να ξεχρεωνουμε με καλωδια κι υπηρεσίες τηλεθέασης
 είχαμε κανει δικη μας.Κάπου εκεί έξω.Εκεί που πεθαίνουν οι άνθρωποι.
Απόσταση –μια ανάσα.
----------------------------------
Α.Β.Π.,24/10/2014

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Αγοραπωλησία


--------------------------------------------------------------
Κάτι περιστέρια εγκλωβίστηκαν στο στήθος μου
Που πείνασαν για λίγα ψίχουλα αστικής παραφοράς
Κι όμως ο καστανάς ακόμα ζεσταίνει τις κρύες παλάμες του
Κι εμείς προσεχτικά τον προσπερνάμε
Εδώ ο χρόνος είναι το ναυάγιο καποιου πλανήτη
Εντός μας,κι οι ώρες νωχελικά αστρα που δεν χωρέσαμε
-πόσο κοστίζει μια συγκίνηση-
Τον χτύπο της καρδιάς τους γιατί πάντα τρέχαμε να προλάβουμε
κάτι πιο ελάχιστο κι απ την ίδια τη ζωή μας
-ποσο κοστίζει μια συγκίνηση-
θα συλλάβουμε μονάχα ό,τι καταφέραμε να συλλαβίσουμε
εντός των μικροαστικών μας πεποιθήσεων
κι ας μας καληνυχτίζει το φεγγάρι
κι ας μην μας αποστρέφει το πρόσωπο της η άνοιξη
πάντα θα ναι πιο βολικό το στρίψιμο ενός λαμπτήρα
χαλασμένου
απ την ορμή μιας αστραπής στον ουρανό που θα κοιτάζαμε κάποτε κατάματα
εφορμώντας ασύναχτοι κι απροστάτευτοι για ένα φανταστικότερο μέλλον
κι έτσι θα περάσουν οι μέρες κι οι νύχτες σε οριστικό σάβανο
η ποίηση θα μοιαζει γέρικη , ἀξια μονάχα για τους εκλεχτούς της διανόησης
ο έρωτας τιμαλφές άξιο μονάχα για τα αρπακτικά
και το βάζο στο τραπέζι για άνθη πλαστικά
-τόσο
οσο- .
-------------------------
Οκτώβρης 2014.7/10

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Μπαλάντα που γυρίζει στις στροφές των δρόμων,χωρίς σκοπό

Κυνισμος και δακρυγόνα
Να μην μπορέσουμε να κλάψουμε σαν άνθρωποι
Κυνισμός και δακρυγόνα
Να μην μπορέσουμε να χωρέσουμε στα βλέμματα μας
Τα σημεία του ορίζοντα
Ένα αόρατο χέρι πάντα θα κρατάει το νυστέρι
Ένα αόρατο χέρι θα μας χειρουργεί τις αντιφάσεις
Κι εκεί στην πιο μεγάλη σκαλωσία που υψώνεται το μέλλον
Θα τεμαχίζουμε το χρόνο σε εργατοώρες
Να μην μπορέσουμε να χαρούμε τις ανταύγεις του παρόντος
Γιατι μονάχα ένα παροντικό βλέμμα είναι σημείο εκκίνησης
Για να υπερβούμε τη σάρκα μας
Σε κάτι πάθη που δεσμεύουν τις κουκκίδες στο χάρτη
Να μην μπορούμε να περπατήσουμε χωρίς τα δεκανίκια
Αόμματοι,και ελαφρά σαρκαστικοί
Θα αντιπεράσουμε τα συρματοπλέγματα που τέθηκαν για να σε χωρίσουν από μας
Καρίμ
Θα αντιπεράσουμε την άλλη οχθη της ζωής για να σε αγκαλιάσουμε
Μες στο απόλυτο σκοτάδι όλων μας των προσδοκιών που δεν χάραξαν το μονοπάτι
Της διαφυγής
Να μην μπορέσουμε να σου χαμογελάσουμε δίχως το φόβο
Ότι δεν χωράς πουθενά
Αλλά κι ούτε να σε πάρουμε απ το χέρι να σου δείξουμε τα ηλιοτρόπια
Εσύ σε ένα κελι,απεργός πείνας για τα αυτονόητα
Κάτουρο αίμα,και πατούσες ακάνθινες,φοράς το ακάνθινο είδωλο σου
Σε ένα τοπίο που ξερνάει τις ενοχές μας
Και τις φτυνει πάνω σου
Σε σενα και στα ονειρα των εφήβων η των μωρών
Θα θελα να σε πάρω απ το χέρι να σου δείξω πού πίνω το νερό της ζωής
Να μοιραστούμε το ψωμί και το αλάτι
Να κλαψουμε και να γελάσουμε μαζί
Καθένας και στη γλώσσα του,παγκόσμιο πανηγύρι
Αλλα εχω μονο μια φωνή που τεμαχίζεται στο πλατύσκαλο του πολέμου
Αυτή την ειρήνη δεν τη θελουμε ρε
Είναι πιο σάπια κι απ το είδωλο στα μάτια των μικροαστών
Να μην μπορέσω να σου φωνάξω με το όνομα σου το κανονικο
Μοναχα να ψελλίζω τούτο το καλοκαίρι πόσα φορτία συγκινήσεων χωράνε
Στο παιδικό σου βλέμμα ώσπου να γίνεις αγαλμα και συμβολο
Της ληθης,κουρασμένο σαρκίο με λυγισμένα γόνατα
Με απλανές βλέμμα από την εξουθένωση που δεν σ ακουσε κανείς ακομα
Κι εσυ εκει δυο βήματα πιο περα να αγωνίζεσαι για τη Ζωή
Κι εμείς κατι χιλιόμετρα μακριά σου να ερμηνεύουμε το θανατο.
Κάθε.Μέρα.
Με ένα τσιγάρο στο στομα και το χαρτι γεμάτο αγωνίες που χωνεύουν τα σωθικά μας,
Δεν σε προφτάσαμε ακομα να μας πεις με ποιο τραγουδι πεθαινετε στον τοπο σας.
Κι εσύ εκει.Κι εμείς καπου πιο περα.Πάντα.Μπαλάντα για ηλίθιους καταντήσαμε.
Τα ακους; Χωρις ψυχή,χωρις μνήμη,χωρίς αιδώ.
Κάθε μερα.
-------------------
Ιούλιος 2014,29/07

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Απολογισμός εσωτερικης διαδρομής.



ετσι θα περασεις ολη σου τη ζωη
εμπαίζοντας τα μάτια που πίστευαν στα ονειρα,τα μάτια που δεν πιστευαν,το λογικο μες στο παράλογο και τα κλειδιά της ουτοπίας
που ολοι κρατουσαν στα χερια μα κανεις δεν προσπαθησε να διαρρηξει με αυτα την ψυχη του
κι οσο θα αναβαλλεις τους καθημερινους σου θανατους
θα γελας χαιρεκακα με τον πονο των αλλων
τον πονο εκεινων που δεν ενιωσαν ποτε
πώς ειναι να τρομαζεις με τον ιδιο τον εαυτο σου
πιο υστερα θα ξερεις καλυτερα πως καθε ερμηνεια
ειναι εκ φυσεως μια πραξη τραγικη
θα μετρας τον εαυτο σου με το βαθος οχι με το υψος
θα μετρας τους αλλους με την ικανοτητα τους να μην παραμενουν φυσιολογικοι 
οχι με τις συμβασεις που μπορουν να διατηρουν σε καθε κοινωνικη επιφαση
θα μετρας τις μερες με τους ισκιους των δεντρων οχι με τα φυλλα τους
και τις νυχτες,τις νυχτες θα τις μετρας με τη διαυγεια του μυαλου σου καθως σβηνει καθε σπιθα λογικης κι
εισαι απεναντι σε ενα χαος που παλευεις να ταξινομησεις
μεσα σου και μεσα σου οχι με τη ματαιοτητα που χει καθε τελος μιας μερας ακομη
και οσο για τις συναναστροφες,θα ναι το προσχημα
για να μπορεις μετα να μενεις μονος
κι οσο για τους διαλογους με τον διπλανο σου,θα ναι το προσχημα
για να μπορουν οι αλλοι να σε παρατηρουν
σαν μια θεση ψαχνοντας στον κοσμο αναμεσα σε ολες τις αλλες
απεναντι απ τις τροχιες των αστρων
μεχρι να αδειασεις απο πανω σου ολες τις λεξεις
και να ντυθεις ο,τι δεν ειναι ή δεν εισαι ακομα εντελει
υστερα θα μετρας το χθες με τους καφεδες οχι με οσα εζησες
το σημερα με τις επιθυμιες οχι με τα λαθη
κι οσο για το αυριο,εχει ο θεος
και θα σιχαινεσαι οσους υποβιβασαν την αγαπη σε συναισθημα
οσους θεωρησαν πως ηταν αληθινοι επειδη ελεγαν αληθειες και κανενα ψεμα
και τελος οσους πιστεψαν οτι η ζωη ειναι ωραια και περνουσαν καλα
χωρις να χουν συλλαβισει τη λεξη απογνωση,τη λεξη μοναξια
και χωρις να καταλαβαινουν τιποτα πιο περα απο τα ορια
μιας αναγκης
θα περασεις καπως ετσι τη ζωη σου
ωσπου θα συνηθισεις που δεν εισαι ανθρωπινος
που μονο οταν εισαι με αλλους προσπαθεις να τους μοιαζεις
κι υστερα θα γερασεις ελευθερος
γιατι περασες το φραγμα του μυαλου σου
κι εκει απεναντι ειδες
πώς είναι να ενοχλείς ολόκληρο το σύμπαν
με ενα παράλογο βουητο που μοιαζε
στο τραγουδι της ζωης σου.

η εγχείρηση



αόρατο νυστέρι μπήγεται στη σάρκα μου
αόρατο χέρι χειρουργεί τα κόκκαλα μου,τις αρθρώσεις
τις δένει πιο σφιχτά με βίδες ασημένιων συγκινήσεων
χειρουργεί τους οφθαλμούς μου,κολλάει πάνω τους φακούς όπου διαθλώνται τα όνειρα

χωρίς το αόρατο νυστέρι
χωρίς μια τέτοια εγχείρηση πριν δεκαπέντε χρόνια
θα κούτσαινα ακόμα στο δρόμο
θα κούτσαινα κι όλο θα σκόνταφτα στο μαύρο
πάνω στο μαύρο των καιρών
κι ούτε που θα βλεπα πως ο,τι και να γίνεται η γη γυρίζει
και γυρίζει

το ουράνιο τόξο πια έχει δεκατέσσερα χρώματα
το ηλιοβασίλεμα εικοσιδύο
κι οι ίσκιοι είναι οι χειρονομίες των  άστρων που δε φαίνονται,
με γυμνωμένο μάτι

χωρίς το αόρατο νυστέρι που μου έσκισε τη λάσπη
πρόσθεσε στους αρμούς μου βίδες από ρίγη
και τοποθέτησε στους οφθαλμούς μου ίριδες ανατριχίλας
χωρίς την Ποίηση με λίγα λόγια
σε τούτη τη ζωή τουλάχιστον
θα αργοπέθαινα ασυγκίνητος κι ανέπαφος.

Επιστρέφω από το χειρουργείο χρόνια μετά
στο δωμάτιο μου
φτιάχνω καφέ
κι ακόμα κι ο καφές ακούω πώς γουργουρίζει στο μπρίκι
μπροστά σε τόση ομορφιά
Ύστερα,γυρίζω το διακόπτη να σβησω το φως
μα το αόρατο φως εκεί μελιχρό  επιμένει.
Χρώμα,άρωμα,χειρονομία,επιστροφή,ζωή
ψέμμα αληθινο μες σε αλήθεια ψεύτικηραγματικότητα,ηδονή

Η Ποίηση είναι μια αναγκαία   εγχείρηση των αισθήσεων
αν θελει κανεις να πεθαίνει ανθρώπινα.
-συγκίνηση.

-επαφή

. Γυναίκα//Ακρογιαλιές δειλινά

Γυναίκα
--------------------

Κι ήταν τα χείλια της
Γραφή ανεξήγητη του πεπρωμένου
Κι όμως πιο πέρα ένα χελιδόνι έστηνε φωλιά
Και κάποιο αηδονι το προυπαντούσε
Μα τα στήθια της σπαρτάραγαν ακόμα
το ξημέρωμα
Από αγωνίες θανατερές του Απρίλη

Κι ήταν ο παφλασμός της θάλασσας
Μια υπόσχεση να φρικιά το σώμα
Από μονάχα ένα σπασμό  αιωνιότητας
Κι ύστερα εφήμερο,εφήμερο.
Εφήμερο και δρόμοι.

Μα κανείς δεν τη γνώριζε
Κάτω απ το καντήλι της νύχτας
Και κανείς δεν της πρότεινε το χέρι
Να περάσει  τη γέφυρα
Που χώριζε τη σάρκα απο τον έρωτα


Κι ήταν τα μάτια της
Ολονύχτια κηδεία των άστρων
Κι ήταν το αίνιγμα της ζωής
-Φύκια,ηλιοβασιλέματα-
Το μόνο που δε τη γέλασε

Τολμώ



Τολμώ να επιστρατεύσω Τους κάλυκες του χειμώνα
Από όπου τα βαλσαμωμένα βλέφαρα
Την άνοιξη θ ανθίσουν

Να περικυκλωθώ απ τον άνεμο που
Μια που στρώνει τα χορτάρια,τα χορτάρια  καίει
Μα που θα ζωντανέψουν σε μιαν άλλη εποχή που εγώ δε θα μαι

Τολμώ σαν ιχνηλάτης να σκορπίσω τα βήματα
Σε μιαν αύρα νοσταλγική του παρόντος
Με την ανυπαρξία  ή τη γραφη μου σε ένα κορμί καθώς γερνάει μες στη νιότη του

Σε έναν υδάτινο μανδύα από μαύρα ποτάμια
Στις φλέβες του χειμώναΣτις φλέβες εντος μου
Να συγκεράσω τις επιθυμίες που ναι άχρωμες και μέσα  μου επίλογος ο τρόμος

Με όλα τα χρώματα ενός ήλιου που αποκοιμήθηκε
Μα κάποια ώρα ανυπεράσπιστος θα ανασηκωθεί
Απ τα  χελιδονοσκεπάσματα να πυρπολήσει την ομορφιά του μέλλοντος

Με ένα φτυάρι σκάβω τις λέξεις απ της γλώσσας το στομάχι
Που εμέσσει  ένα ρυάκι αναμνήσεις
Να λυτρωθεί το χώμα που με ορίζει,να ξεχυλησει ο  πυρετός που σιγοβράζει

Κράτα τη ζωή σου,είναι δική σου
Σφίξτην στον άνεμο με χερια σταυρωμένα όπως μια προσευχή σου
Κράτα γερά το κρανίο σου στο κυανό,στο μαύρο και στο κόκκινο

Στο φως και στο έρεβος Οι κάλυκες σωπαίνουν
 κοιτα μα όμως με σημαίνουσα σιωπή
Οι καμπάνες στο ορεινό ξωκκλήσι ακόμα πιστεύουν
Τα κορμιά μας χορεύουν στον έρωτα
Θανατερά.

Τολμώ και  να φορέσω κέρινα φτερά
Μα δεν ήρθε ο καιρός ακόμα να πετάξω των στροβίλων και των κεραυνών
Κοίτα πώς τα σπαθόχορτα σφάζουν τις ομορφιές .Να ξεδιψάσει ο πόθος

Και τα άγριο χώμα κάπου κάπου μας σκεπάζει
Μα δεν αρνούμαι
Μονάχα λίγο λίγο παραιτούμαι

Τολμώ να επιστρατεύσω τις ρίζες της σκέψης μου
Για να απλωθούν και να ραγίσουν τον ουρανό από λέξεις
Και δεν καραδοκώ γι αυτό που ήταν εδώ παντα μα που έρχεται όταν εγω δεν είμαι



Κοιτα το φως ,την υγρασία ,τις αχτίδες
Στο συνοφριωμένο νούφαρο,στην άγρια λίμνη
Καθρεφτης μαύρος στεναγμός και άγια κοίτη

όλο νύχτα κι άβυσσο, το δειλινό που πάντα επιστρέφει
σε ένα παλτό,σε κάποιο ψέμα,στον παράλυτο που γνέφει
όλο νύχτα κι άβυσσο, εγκόσμια και κώνειο  του πόθου

Ρωγμή στα βλέφαρα,η προέκταση απ το στήθος  μου
Μα ο οφθαλμός της άνοιξης
Θα με κοιτάξει με το βλεμμα του παράπονο

Και αιφανιδίως το  άινιγμα πικρό θα εκλιπαρήσει
‘’Να μην ξεχνάς
Την μόνη αλήθεια που παντοτινά λησμόνησες

Για πάντα θα συντρίβεσαι στων στεναγμων τις γέφυρες

Κι όταν περνάς απέναντι θα αναπολείς τον ίσκιο’’

Ατιτλο



 αυτη η μηλια του κηπου ριχνει καταγης
σαπια  μηλα της γνωσης και ανυδρα απο γευση
κι εδω οι Ευες δεν ντρεπονται για το γυμνο κορμι τους
ελευθεριας νικη την καταρα να λεμε Ζωη

μονο οποιος κρατησε στα χειλια ως το τελος την αληθεια
μοναχα αυτος καταλαβε αναγκη τι σημαινει
ολοι οι αλλοι  χανουν την ευτυχια σ αλλα χερια την ψαχνουν
και παλι απ την αρχη

μονο οποιος κρατησε στα χειλια ως το τελος την αληθεια
μοναχα αυτος καταλαβε αγαπη τι σημαινει
ολοι οι αλλοι την αληθεια που χαν για θεο στο τελος την εχασαν
κι οσοι ζωη εβρισκαν στο φως οταν το φως τους χασαν
στο σκοταδι τη βρηκαν
μονος θεος η αναγκη λεει η γη
μονος θεος η αναγκη και τ αστερια

κι οποιος βασταξει ως το τελος την αναγκη
θα χει να πει ενα λογο καλο


Μετρώ.



μετρώ την απουσία σου 
με το υποδεκαμετρο της νοσταλγιας
τοσα χιλιομετρα απ τις νυχτες μου
τοσα χιλιοστα απ την καρδια μου
μετρω την απουσια σου 
με τις σταγονες της βροχης τις Κυριακες στο τζαμι
με τις ρηξεις με το παρον μου
με το θυμο,τον καφε,τα τσιγαρα που καπνιζω μισα
με τον ενικο πια
με τον ενικο
μετρω την απουσια σου με τη βαρυτητα της σιωπης
που πεφτει πιο στιβαρη στις μερες μου
με το υψος της μνημης
που ολο ψηλωνει και ψηλωνει ωσπου να φτασει
τον υπερσυντελικο και να γεμισει ειχα
ειχα γελασει,ειχα κλαψει,ειχα παιξει,ειχα αγαπησει
με το βαθος της αναγκης 
μετρω την απουσια σου
με το μοιρογνωμονιο της ενοχης
τοσες μοιρες απο οσα θα πρεπε να σου χα πει
πριν φυγω
τοσες μοιρες απο οσο απειχε η επαφη μας
δυο γλωσσες που παυουν να συναντιουνται
σαν η μεταφραση να μην ειπε ποτε την αληθεια τελικα
με το διαβητη των δακρυων
τοσοι φαυλοι κυκλοι ως το τελος
μετρω την απουσια σου τελος παντων
αλλα δεν σε περιμενω.
απλως τις νυχτες εχω συνηθισει πια
να θυμαμαι και να μετρω,να μετρω
για να με παρει ο υπνος
και ενδεχομενως γιατι
πολυ συχνα η καταφυγή της μοναξιας 
ειναι τα ''φιλεπίστροφα παθη''.

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Δικλείδες Ανασφάλειας

https://www.youtube.com/watch?v=UwOpokeTQF4

Κάποιος με σκοτς στον ύπνο μου[Unwesen]



Εἶσαι ὄ,τι δέν εἶσαι
μά ἐντός μου μένεις
-im meinem-
Ἀπροσπέλαστο που εἶσαι
καί ἀλλάζεις κι οὔτε εἶσαι
μα καί ξανά εἶσαι ἔδώ.

Το μαζί πολλῶν ἐδώ
Gemeinsam.
Ἀνηρημένο παρόν
Geoffbarten sprache
-Αποκεκαλυμμένη ὀμιλία.-
Ἀνηρημένο παρόν.
Υπαρκτό καί ἀναπόσπαστο
Καθόλου.
Μηδέν περιεχομένου
μα και καθόλου ἀκέραιο
Ἀδιάκριτο ἐκκρεμές που μας διέπεις
Μεσάνυχτα
Μέσα νύχτα

Μαζί ἐμείς πάλι.
Να προσθέσω και να αφαιρέσω
Το ἴδιο να κάνεις κι ἐσύ
-werde gewahr-
Κάνουμε ἔρωτα στό χώμα
Εἰσδύω ἐντός σου
Βγαίνω κι ἐπιστρέφω σε μένα πάλι
Ταξίδι ὁ γυρισμός και λάμπει σαν φανάρι.
Αὐτοδυναμία/παραφορά/καταστροφή.

''Θέλω να πεθάνω''σου εἶπα
''και νά μαι ἔνα ἐκεί που δεν εἶμαι''

''Θα πεθάνουμε μαζί''εἶπες
Και με τοποθέτησες στις παλάμες σου
Ὑπό τον οὐρανό τόν ἀστροφώτιστο.
Φιληθήκαμε δύο μηδέν συν ἄπειρο.

''Πάσχαμε ἀπό ἀντιθέσεις ''εἶπα
''πάσχαμε ἀπό ὕπαρξη''

''Μα τώρα κοίτα''εἶπες
''Νοσοῦμε ἀπό ανυπαρξία''...
Κι ἔνα τσιγάρο έστριψες και μου δωσες μια γουλιά σκοτς.
στο κέντρο του Μανχάταν.

Machte,εἶπα
Unbedingte,ἀπάντησες.
και πήραμε το δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς
Καθένας καί μέσα του.
Sicherheit!
Un wesen

-Unwesen.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Ικεσία στη Γλυκιά Θαλασσινή

-------------------------------------------
 Χάραζε γλυκοχάραμα από μέλι
 Θάλασσα,ασφόδελοι και στάχυα
 Τη μεταμέλεια  αρμυρού κυμάτου μες στα μέλη
 Είχε, και στην καρδιά τα βράχια.

Ήτανε στη ματιά της ξωτικιά κι αλαργινή
 Κάπου χανόταν πάντα, κάπου λησμονιόταν
 Σε ένα τοπίο που η τρικυμία συναντιόταν
 με το θέρος, κι όλοι τηνε λέγανε Θαλασσινή.

 Σε ένα καίκι ερωτεύτηκε το γλάρο
τάιζε τ όνειρό της ψίχουλα ψωμί
Θα τανε κάποτε η ματιά της αστραπή σε φάρο
Και όλοι την καλούσανε Θαλασσινή.

 Θαλασσινή εσύ μάγεμα και όνειρο της πλάσης
Μην λησμονήσεις τους πιστούς σου της θαλάσσης,

Πού χουμε όλοι εμείς τη μεταμέλεια στα μέλη
 Και στην καρδιά τα στάχυα
Βράχια η ζωή και κρύα ανατριχίλα
 Πρωτόγονοι ανυπεράσπιστοι του ήλιου
 Τίποτα δε μας απομένει να μας μέλλει
 Γλυκός ο θάνατος και η ζωή μαυρίλα*
Το πέρασμα μας,το κροτάλισμα ενός γρύλλου
 Τίποτα,τίποτα και κρύα ανατριχίλα!

 Ώσπου η Θαλασσινή δακρύζει στα όνειρά μας
Νωπά να λαμποκόβουν τον αιθέρα
 "Γλυκιά η ζωή!'' μας κραίνει ''και ο θάνατος σιμά μας
γεύση αρμυρή απ την αιώνια μέρα''
' Ω εσύ,γλυκιά Θαλασσινή μας
 πώς ξέρεις πάντα,ω πάντα,να μας συνεφέρνεις;
 Ποτέ μην λησμονήσεις τους πιστούς σου
που μοιάζουνε στον γλάρο που ψωμί του φέρνεις.

 Έτσι κι εγώ σ αυτήν εδώ την προσευχή μου
 μονάχα γύρεψα από τη Θαλασσινή μου
να μην πεινάσει ο γλάρος στη ζωή μου. . .

Ποτέ μην λησμονήσεις τους πιστούς σου της θαλάσσης
ποτέ μ ακούς; Θαλλασινή γλυκό όνειρο της πλάσης! –
------------------------------------------ *παράφραση αντιστρόφως στίχου του Σολωμού ------------------------------------------

Μετά την Πλαζ,στη Μαρίνα της Πάτρας.Άννα Βασιλική Παπαδιονυσίου 9/06/2014

Λάθηρα

----------------------------------------------------------------
Δειλινώ την καρδιά μου απόψε
να γιομίσει αστέρια το στήθος μου

Δειλινώ τον εαυτό μου απόψε
και αστικώ τα Σάββατα.
Τις Κυριακές χαραμίζω το σούρουπο
-- το ξεγελάω-με δυό παραπάνω αναπνοές
καθώς εσυ πάντοτε έκρουες 
Βέλη είναι οι λέξεις να καρφώνονται οι ανάσες  ρε,
προτού λίγο προτού τις πάρουν τα φιλιά του ανέμου
κι ο Σαραντάρης ήξερε πότε γινόταν η ζωή και πότε ξεγινόταν

Υπεραστικώ τον εαυτό μου απόψε
και φυλακίζω τα λάθηρα της γλώσσας
που μου ήρθε ακάλεστη
και ανυπόμονα ερημική
Υπενθυμίζω στα παραδεδομένα λεξικά τι πάει να πει
επίμονα να τα λιθοβολείς με παραάμιλλα της συνειδήσεως και παίγνιο
-- Αγάπη.
και αστικώ τα Σαββατα και υπεραστικώ τον εαυτό μου
σαν για τ αλλου άλλο να μην ολπίζω
Κι όσο για να γιομίσει αστέρια ο ουρανίσκος μου
θα δειλινώ το πιοτό μου
κι όλοεν στα παραάμιλλα τα λεξικά του ανέφιχτου θε να στριφογυρίζω.
Ακάλεστος.

----------------------------
Άννα Βασιλική Παπαδιονυσίου.6/06/2014

Ανάδρομος Άρης



κάποτε θα ρθουν οι καιροί να πούμε
πως προσευχηθήκαμε ατέλειωτα μερόνυχτα για να μην υπήρξαμε
και όμως δεν θα χουμε ζήσει
ούτε ένα δευτερόλεπτο περιμένοντας

γιατι θα ταν τότε κάθε μέρα χειροβομβίδα η καρδιά μας στον ουρανό
στους κατασταλτικούς μηχανισμούς που μας διέπουν ολόκληρους
στα μάτια των άλλων που γύρεψαν να εξουσιάσουν τα δικά μας
σαν έρωτες,σαν αναστεναγμοί,σαν κουκκίδες,σαν πανό,σαν μπάτσοι στα εξάρχεια,σαν δημιοι,σαν δημιοσιογράφοι.

κάποτε θα ρθουν οι καιροί να πούμε
πως προσευχηθήκαμε ατέλειωτα μερόνύχτα για να μην καταφέραμε 
να έχουμε υπάρξει
αδειάζοντας κάθε λεπτό απο την ευδαιμονία του σήμερα,για να μην ξεχάσουμε εκείνη την πόλυ μπαγκ με τα σκουπίδια να πετάξουμε καθώς αναχωρούσαμε για κάποιο άλλο μάταιο κι αυτό ταξίδι
κι όμως δεν θα χουμε ζήσει στην εξώπορτα
και τα τρένα θα καπνίζουν βαριά τσιγάρα,φτηνά σαν τα δικά μας
που όσο κι αν θέλαμε να τελειώσουμε μαζί τα αφήσαμε ο ένας εδώ
ο άλλος πιο πέρα σε χωριστά τασάκια.
και θα χουμε υπάρξει
όχι στην εξώπορτα
μα σε ενα πλατύσκαλο πιο μόνοι κι απο την φωνή που σαρκώνεται στο ύφος του περιπτερά που σε ρωτάει τι θελετε παρακαλω..ορίστε..κυριε..
και θα ναι αυτή η ώρα η ίδια σαν και τότε που χαμε αγαπηθεί
μα δεν το ξέραμε ποτέ.
καποτε θα ρθουν οι καιροι για να το πουμε κι αυτο
μα θα λειπουμε 
εγω θα νομιζω πως εχεις παει ''απλα για τσιγάρα''
εσυ θε λες πως εχω παει για ενα τσεκ απ στον οδοντίατρο
κι οι προσευχες μας θα ναι εκεινα τα ατελειωτα τα μερονυχτα.
που δεν υπήρξαμε.
kι ισως εντέλει να μην υπήρξαν ούτε κι αυτα
σαν είρωνεία του συμπαντος ή της ζωής αν θες.
Ε και; ; ; 
-----------------------------------------------------------1/05/2014

Προφορικόν κι απρόφερτον.

κι οταν οι λεξεις θα χουν ειπωθει με χιλιους τροπους
ας επινοησουμε ξανα την προφορα της σαρκας 
μονο θυμησου σωμα στης σιωπης τους κροτους
να σαι το ιδιο παραφωνο οπως τοτε που μιλουσες

γιατι σαν θα ρθει εκεινη η ωρα και συναντηθουμε
θα πρεπει κι η γαληνη σου να τριξει το σκοταδι
τοσο που κι οι αρμονικοι οι υποκωφοι της νυχτας
να μην συντονιστουν ποτε στις ικεσιες του Αδη

Μα αν δεν σταθεις παραφωνο ή εκστατικο εμπρος μου
αν στην ασφαλεια αρκεστεις που χει το στερεο βαθρο
τη γλωσσα μου που θα θελα ποτε να μην ξαναβρω
θα την δεχτω σαν να τανε να στερηθω το φως μου

θα ξαναρχισω τη γραφη,πικρα υποχωρωντας
κι απο την ιδια τη ζωη που θα μοιαζε υπερβασεις
αν εφευρισκαμε ξανα την προφορα της σαρκας
το αγριο ζωο μεσα σου,εντος μου να διαβασεις

θα ξαναρχισω να μιλω,με εκεινες τις συμβασεις
αρτια χειρωνακτας ποιητης φιλαρεσκος της πληξης
που ηδονικα αποσωνοντας το τελειωμα μιας φρασης
περιγελος καταντησε της υπερφιαλης στιξης

μα αν μου οριζαν και λιγο πριν το τελος να διαλεξω 
λεξεις με στομφο στυλ ειρμο η σαρκα απο μια σαρκα
ακομα ο κακοριζικος θα πονταρα με τρομο
στο απροφερτο σου της αφης την τελευταια μου μαρκα.

Επιστολή,Συρράπτοντας φράσεις απο την Εισαγωγή της Φαινομενολογίας του Πνεύματος του Έγελου,αυστηρα οι δικές του φράσεις.απο μετφρ.Φαράκλα.

Αλ,
Είναι γνωστό ότι ο καρπός διευκρινίζει ότι τα λουλούδια είναι μια ψευδής ύπαρξη του φυτού και μπαίνει στη θέση τους ως αλήθεια τους.Kάπως έτσι κι οι σκέψεις μου όλο αυτό το διάστημα.Ο μεν αντίλογος προς ό,τι θα ήθελα να εκφράσω σε τούτη την επιστολή συνήθως δεν αυτοκατανοείται κατ αυτόν τον τρόπο,η δε συνείδηση που τον προσλαμβάνει,δηλαδή εσύ εν προκειμένω,δεν ξέρει πώς να τον ελευθερώσει, ή να τον κρατήσει ελεύθερο από την μονομέρεια του και να αναγνωρίσει αμοιβαία αναγκαίες στιγμές που όντως υπήρξαν μεταξύ μας κάτω από το πρίσμα των αντιδικούντων και εναντίων.Η δε απαίτηση παρομοίων διευκρινίσεων καθώς και η ικανοποίηση τους περνιούνται εύκολα για ενασχόληση με το ουσιώδες τούτης της επιστολής. Αν όμως μια τέτοια αντιμετώπιση δεν λογίζεται μόνο ως αφετηρία της επιθυμίας μου,αν λογίζεται ως η ενεργός επιθυμία,πρέπει στην πραγματικότητα να καταχωρηθεί στις ευρεσιτεχνίες του λόγου εκείνου,που επιτρέπουν να παρακάμπτουμε το ίδιο το θέμα και να συνδυάζουμε τη φαινομενικά σοβαρή και επιμελή ενασχόληση μαζί του με την εν λόγω δοκούσα αμοιβαίως απαλλαγή από αυτήν.Το δε γυμνό αποτέλεσμα όσων αναφέρω προς το άτομο σου είναι το πτώμα που άφησε πίσω της η τάση να σου μιλάω ακόμα.Έτσι και η προσωπική σου διαφορά με τούτη την τάση είναι μάλλον το όριο του συγκεκριμένου θέματος της επιστολής.Να συνεργασθώ ώστε η τέχνη μου να έρθει πιο κοντά,στη μορφή,στο στόχο να μπορεί να αφήσει το όνομα της φιλίας του επίσταμαι και να είναι ενεργό επίσταμαι,αυτή υπήρξε η πρόθεση μου εξ αρχής.Το να δειχθεί ότι έφτασε ο καιρός να αναχθεί η τέχνη μου στην επιστήμη θα ταν λοιπόν η μοναδική αληθινή νομιμοποίηση των εγχειρημάτων μου αυτών τόσο διάστημα από την επιστροφή μου στην πόλη μου που εντέλει αυτόν τον σκοπό έχουν,γιατί κάτι τέτοιο θα τεκμηρίωνε την αναγκαιότητα του σκοπού μου,μάλιστα θα τον εκπλήρωνε συνάμα. Όταν εντοπίζω το αληθινό σχήμα της αλήθειας όσων προτίθεμαι να σου εκφράσω σ αυτήν την αναπόδραστα καυστική επιστημονικότητα-ή το ίδιο είναι,όταν ισχυρίζομαι ότι μόνον η εύνοια σου είναι ίσως το υπαρκτικό στοιχείο της αλήθειας-ξέρω καλά ότι φαίνεται να αντιφάσκω με μια παράσταση και τις συνέπειες της,που η έπαρση μου τούτη είναι τόσο μεγάλη όσο και η διάδοση της στην πεποίθηση της εποχής και των ημερών αυτών.Μια διευκρίνηση σχετικά με αυτήν μου την αντίφαση δεν φαίνεται λοιπόν περιττή' αν κι εδώ δεν μπορεί να ναι τίποτα παρά μια βεβαίωση για σένα,ακριβώς όπως αυτό που αντιμάχεται.Όχι η έννοια του απόλυτου της επικοινωνίας μου μαζί σου,αλλά το συναίσθημα κι η εποπτεία του οφείλουν να χουν τον λόγο και να εκφράζονται. Το ωραίο,το ιερό,αιώνιο,η θρησκεία και η αγάπη είναι το δόλωμα που απαιτείται για να δοθεί η όρεξη για δάγκωμα!Όχι η έννοια αλλά η έκσταση,όχι η ψυχρά προιούσα αναγκαιότητα του θέματος αλλά ο αναβράζων ενθουσιασμός είναι δήθεν η μόνη και προιούσα εξάπλωση της περιουσίας της υφιστάμενης ουσίας της επιστολής μου προς το άτομο σου.Και ειλικρινά,χρειάσθηκε πολύς χρόνος ώσπου η διαύγεια να εισαχθεί στην κλεισούρα και στην συγχυση μου όταν επέστρεψα εδώ, όπου φυσικά διατελούσε η αίσθηση του ενθάδε,και να θεωρηθεί ενδιαφέρουσα και έγκυρη η προσοχή μου προς τα παρόντα ως παρόντα. Όμως,όπως υπάρχει κενό πλάτος υπάρχει και κενό βάθος,όπως υπάρχει μια έκταση υφιστάμενης ουσίας ,όπου εκχέεται ως περατή πολλαπλότητα απέναντι σου κάθε φορά χωρίς συνεκτική δύναμη,υπάρχει και μια ένταση άνευ περιεχομένου για σένα,η οποία επειδή φέρεται ως αμιγής δύναμη χωρίς έκταση,είναι επακριβώς ό,τι και η επιπολαιότητα.Η δύναμη του νου μου από την άλλη είναι μόνο τόσο μεγάλη όσο και η εξωτερική του εκδήλωση,το βάθος του μόνο τόσο βαθύ όσο τολμά να εξ-ηγηθεί,δηλαδή σε μια τέτοια επιστολή της ώρας να επεκταθεί και να χαθεί. Γι αυτό και όσα δέχονται σκέψεων στον ύπνο είναι στην πραγματικότητα μόνο κενά όνειρα.Άλλωστε,δεν είναι δύσκολο να δούμε πως ο καιρός μας είναι καιρός γέννησης και μετάβασης σε νέα περίοδο.Τέλος,οφείλω να ομολογήσω ότι η ενεργός πραγματικότητα αυτού του όλου εγχειρήματος και όσων αισθάνομαι για σένα συνίσταται ακριβώς στο ότι οι σχηματισμοί εκείνοι,που έγιναν στιγμές στο παρελθόν στο βιβλιοπωλείο με πάσα τυχαιότητα ενέχουσα,αναπτύσσονται και πάλι και αποκτούν σχήμα εκ νέου στο νου μου,πλην μέσα στο νέο στοιχείο τους,μέσα στην αίσθηση που έχει προκύψει. Σε ασπάζομαι, Αννα.

Blues

.

Κάπου παράμερα άγνωστη θρηνουσε το γαλάζιο,
Σαν να χανε τροχιές απ τα καικια
Και να τις εβρισκε μες στο ποτήρι του βυθού.

Εκείνος εραστής των χιλιομέτρων
Της φίλησε τα χείλια
Κι έγινε παρανάλωμα στίχου ενός τραγουδιού.

Καποιοι τους είδαν να περνάνε χέρι χέρι κατω απο ισκιους αστικών θανατων
Τη γέφυρα που χώριζε τη σάρκα από τον έρωτα ,που λιγοι εχουνε ως τωρα απ την αρχη ως απέναντι διανυσει
Κι ύστερα δυο κουκκιδες ηταν που έμοιαζαν να απομακρυνονται μετά.

Αυτή από τότε ο αφρός στην οχθη των πνευματων
Στα ματια του ουρανου
εκείνος αμμοθυελλα καπου στην Αγρια Δυση
Κι οι δυο: του πεπρωμένου τους στοιχειά.

Άννα Βασιλική Παπαδιονυσίου,28/04/2014,Patra.