Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Προυπολογισμός του ανέφιχτου

                                                                             Στον φίλο Άρη Μ. απο μια του κουβέντα
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ένα ποτάμι με σκιές απ το αρχαίο μας σώμα
Γλυκοπικρο σαν τις ευχές που πήραμε απ το χώμα
Που μας ορίζει διάφανο κι όλο μας αχρηστεύει
Σαν να τανε να κλαίγανε τη μοιρα τους οι δήμιοι

Μαύρο ποτάμι η προσευχή του ανέφιχτου , μονάχα
Να συγκεράσουμε το νου με την ανατριχίλα
Να συγκερασουμε το χώμα που ορίζει με νερό ανάκατο
- τους πόθους μας-

Εδώ ο ήλιος δεν έχει δρόμο να αντιπεράσει την κάθε μερα
Κι εδώ σκοτεινιάσε πια τόσο νωρίς
Οι άνθρωποι που πνιγονται από τρύπιες βάρκες του πολέμου οι άνθρωποι
Είναι καταδικασμένοι να επαναλαμβανουν το ποιημα,ταυτότητα,ιδιότητα,χαρτιά
Κι αν είναι γέροι δεν έχουν οδό
Κι αν είναι δεκάχρονα δεν έχουν πόδια
Μια ρίζα μονο πευκου εμεινε να συνεφέρνει το στομάχι μας μετρώντας το βάθος
Το βαθος μιας στιγμής που όλο μας καταπίνει μεταξύ σφυγμού και ασφάλτου

Κι η μοναξια.η μοναξια να μας αφήνει
Το ανεκπληρωτο γραμμα της στα πληγιασμένα χέρια του χειμώνα
Κι ύστερα γκρίζος ουρανός κι οδύνη
Ως το βαθύτερο σκοτάδι
των επικλησεων μας στη σελήνη

Θα πρεπε να χαμε ξορκισει τις ρυτιδες των παιδιών στα φανάρια
Αλλα ποιος ;
Να χαμε εξορισει τους ανιδεους
Αλλα πού;
Να χαμε πλεξει κομποσχοινια παρακλησεων στους αστεγους
Να μας συντρεξουν που δε νιωθουμε
Ή εστω Να χαμε ξεκουράσει το χασμουρητό από ένα ναρκωμένο παιδί ενδιάμεσα
Του  πεζοδρομίου που με το να χερι εκλιπαρει και με το άλλο ανασυντασσει τα συννεφα
Να μην το παρουν μυρωδια και το ξεπλυνουν με το αίμα της περηφάνιας ή της βόλεψης μας
Ή έστω, να μην είχαμε πάρει τη ζωή μας τόσο στα σοβαρά

Κι ύστερα,να χαμε τρέξει τόσο μακριά
Να χαμε θρυμματισει όλους τους αντικατοπρισμους που μας αφήνουν άφωνους
Στη θέα καποιου σπινθηρα επαληθευσης της επαναληψης μας
Και να χαμε πιάσει το νήμα ή το νόημα έστω μιας εικόνας
Που αντί να ξεχρεωνουμε με καλωδια κι υπηρεσίες τηλεθέασης
 είχαμε κανει δικη μας.Κάπου εκεί έξω.Εκεί που πεθαίνουν οι άνθρωποι.
Απόσταση –μια ανάσα.
----------------------------------
Α.Β.Π.,24/10/2014

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Αγοραπωλησία


--------------------------------------------------------------
Κάτι περιστέρια εγκλωβίστηκαν στο στήθος μου
Που πείνασαν για λίγα ψίχουλα αστικής παραφοράς
Κι όμως ο καστανάς ακόμα ζεσταίνει τις κρύες παλάμες του
Κι εμείς προσεχτικά τον προσπερνάμε
Εδώ ο χρόνος είναι το ναυάγιο καποιου πλανήτη
Εντός μας,κι οι ώρες νωχελικά αστρα που δεν χωρέσαμε
-πόσο κοστίζει μια συγκίνηση-
Τον χτύπο της καρδιάς τους γιατί πάντα τρέχαμε να προλάβουμε
κάτι πιο ελάχιστο κι απ την ίδια τη ζωή μας
-ποσο κοστίζει μια συγκίνηση-
θα συλλάβουμε μονάχα ό,τι καταφέραμε να συλλαβίσουμε
εντός των μικροαστικών μας πεποιθήσεων
κι ας μας καληνυχτίζει το φεγγάρι
κι ας μην μας αποστρέφει το πρόσωπο της η άνοιξη
πάντα θα ναι πιο βολικό το στρίψιμο ενός λαμπτήρα
χαλασμένου
απ την ορμή μιας αστραπής στον ουρανό που θα κοιτάζαμε κάποτε κατάματα
εφορμώντας ασύναχτοι κι απροστάτευτοι για ένα φανταστικότερο μέλλον
κι έτσι θα περάσουν οι μέρες κι οι νύχτες σε οριστικό σάβανο
η ποίηση θα μοιαζει γέρικη , ἀξια μονάχα για τους εκλεχτούς της διανόησης
ο έρωτας τιμαλφές άξιο μονάχα για τα αρπακτικά
και το βάζο στο τραπέζι για άνθη πλαστικά
-τόσο
οσο- .
-------------------------
Οκτώβρης 2014.7/10

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Μπαλάντα που γυρίζει στις στροφές των δρόμων,χωρίς σκοπό

Κυνισμος και δακρυγόνα
Να μην μπορέσουμε να κλάψουμε σαν άνθρωποι
Κυνισμός και δακρυγόνα
Να μην μπορέσουμε να χωρέσουμε στα βλέμματα μας
Τα σημεία του ορίζοντα
Ένα αόρατο χέρι πάντα θα κρατάει το νυστέρι
Ένα αόρατο χέρι θα μας χειρουργεί τις αντιφάσεις
Κι εκεί στην πιο μεγάλη σκαλωσία που υψώνεται το μέλλον
Θα τεμαχίζουμε το χρόνο σε εργατοώρες
Να μην μπορέσουμε να χαρούμε τις ανταύγεις του παρόντος
Γιατι μονάχα ένα παροντικό βλέμμα είναι σημείο εκκίνησης
Για να υπερβούμε τη σάρκα μας
Σε κάτι πάθη που δεσμεύουν τις κουκκίδες στο χάρτη
Να μην μπορούμε να περπατήσουμε χωρίς τα δεκανίκια
Αόμματοι,και ελαφρά σαρκαστικοί
Θα αντιπεράσουμε τα συρματοπλέγματα που τέθηκαν για να σε χωρίσουν από μας
Καρίμ
Θα αντιπεράσουμε την άλλη οχθη της ζωής για να σε αγκαλιάσουμε
Μες στο απόλυτο σκοτάδι όλων μας των προσδοκιών που δεν χάραξαν το μονοπάτι
Της διαφυγής
Να μην μπορέσουμε να σου χαμογελάσουμε δίχως το φόβο
Ότι δεν χωράς πουθενά
Αλλά κι ούτε να σε πάρουμε απ το χέρι να σου δείξουμε τα ηλιοτρόπια
Εσύ σε ένα κελι,απεργός πείνας για τα αυτονόητα
Κάτουρο αίμα,και πατούσες ακάνθινες,φοράς το ακάνθινο είδωλο σου
Σε ένα τοπίο που ξερνάει τις ενοχές μας
Και τις φτυνει πάνω σου
Σε σενα και στα ονειρα των εφήβων η των μωρών
Θα θελα να σε πάρω απ το χέρι να σου δείξω πού πίνω το νερό της ζωής
Να μοιραστούμε το ψωμί και το αλάτι
Να κλαψουμε και να γελάσουμε μαζί
Καθένας και στη γλώσσα του,παγκόσμιο πανηγύρι
Αλλα εχω μονο μια φωνή που τεμαχίζεται στο πλατύσκαλο του πολέμου
Αυτή την ειρήνη δεν τη θελουμε ρε
Είναι πιο σάπια κι απ το είδωλο στα μάτια των μικροαστών
Να μην μπορέσω να σου φωνάξω με το όνομα σου το κανονικο
Μοναχα να ψελλίζω τούτο το καλοκαίρι πόσα φορτία συγκινήσεων χωράνε
Στο παιδικό σου βλέμμα ώσπου να γίνεις αγαλμα και συμβολο
Της ληθης,κουρασμένο σαρκίο με λυγισμένα γόνατα
Με απλανές βλέμμα από την εξουθένωση που δεν σ ακουσε κανείς ακομα
Κι εσυ εκει δυο βήματα πιο περα να αγωνίζεσαι για τη Ζωή
Κι εμείς κατι χιλιόμετρα μακριά σου να ερμηνεύουμε το θανατο.
Κάθε.Μέρα.
Με ένα τσιγάρο στο στομα και το χαρτι γεμάτο αγωνίες που χωνεύουν τα σωθικά μας,
Δεν σε προφτάσαμε ακομα να μας πεις με ποιο τραγουδι πεθαινετε στον τοπο σας.
Κι εσύ εκει.Κι εμείς καπου πιο περα.Πάντα.Μπαλάντα για ηλίθιους καταντήσαμε.
Τα ακους; Χωρις ψυχή,χωρις μνήμη,χωρίς αιδώ.
Κάθε μερα.
-------------------
Ιούλιος 2014,29/07

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Απολογισμός εσωτερικης διαδρομής.



ετσι θα περασεις ολη σου τη ζωη
εμπαίζοντας τα μάτια που πίστευαν στα ονειρα,τα μάτια που δεν πιστευαν,το λογικο μες στο παράλογο και τα κλειδιά της ουτοπίας
που ολοι κρατουσαν στα χερια μα κανεις δεν προσπαθησε να διαρρηξει με αυτα την ψυχη του
κι οσο θα αναβαλλεις τους καθημερινους σου θανατους
θα γελας χαιρεκακα με τον πονο των αλλων
τον πονο εκεινων που δεν ενιωσαν ποτε
πώς ειναι να τρομαζεις με τον ιδιο τον εαυτο σου
πιο υστερα θα ξερεις καλυτερα πως καθε ερμηνεια
ειναι εκ φυσεως μια πραξη τραγικη
θα μετρας τον εαυτο σου με το βαθος οχι με το υψος
θα μετρας τους αλλους με την ικανοτητα τους να μην παραμενουν φυσιολογικοι 
οχι με τις συμβασεις που μπορουν να διατηρουν σε καθε κοινωνικη επιφαση
θα μετρας τις μερες με τους ισκιους των δεντρων οχι με τα φυλλα τους
και τις νυχτες,τις νυχτες θα τις μετρας με τη διαυγεια του μυαλου σου καθως σβηνει καθε σπιθα λογικης κι
εισαι απεναντι σε ενα χαος που παλευεις να ταξινομησεις
μεσα σου και μεσα σου οχι με τη ματαιοτητα που χει καθε τελος μιας μερας ακομη
και οσο για τις συναναστροφες,θα ναι το προσχημα
για να μπορεις μετα να μενεις μονος
κι οσο για τους διαλογους με τον διπλανο σου,θα ναι το προσχημα
για να μπορουν οι αλλοι να σε παρατηρουν
σαν μια θεση ψαχνοντας στον κοσμο αναμεσα σε ολες τις αλλες
απεναντι απ τις τροχιες των αστρων
μεχρι να αδειασεις απο πανω σου ολες τις λεξεις
και να ντυθεις ο,τι δεν ειναι ή δεν εισαι ακομα εντελει
υστερα θα μετρας το χθες με τους καφεδες οχι με οσα εζησες
το σημερα με τις επιθυμιες οχι με τα λαθη
κι οσο για το αυριο,εχει ο θεος
και θα σιχαινεσαι οσους υποβιβασαν την αγαπη σε συναισθημα
οσους θεωρησαν πως ηταν αληθινοι επειδη ελεγαν αληθειες και κανενα ψεμα
και τελος οσους πιστεψαν οτι η ζωη ειναι ωραια και περνουσαν καλα
χωρις να χουν συλλαβισει τη λεξη απογνωση,τη λεξη μοναξια
και χωρις να καταλαβαινουν τιποτα πιο περα απο τα ορια
μιας αναγκης
θα περασεις καπως ετσι τη ζωη σου
ωσπου θα συνηθισεις που δεν εισαι ανθρωπινος
που μονο οταν εισαι με αλλους προσπαθεις να τους μοιαζεις
κι υστερα θα γερασεις ελευθερος
γιατι περασες το φραγμα του μυαλου σου
κι εκει απεναντι ειδες
πώς είναι να ενοχλείς ολόκληρο το σύμπαν
με ενα παράλογο βουητο που μοιαζε
στο τραγουδι της ζωης σου.

η εγχείρηση



αόρατο νυστέρι μπήγεται στη σάρκα μου
αόρατο χέρι χειρουργεί τα κόκκαλα μου,τις αρθρώσεις
τις δένει πιο σφιχτά με βίδες ασημένιων συγκινήσεων
χειρουργεί τους οφθαλμούς μου,κολλάει πάνω τους φακούς όπου διαθλώνται τα όνειρα

χωρίς το αόρατο νυστέρι
χωρίς μια τέτοια εγχείρηση πριν δεκαπέντε χρόνια
θα κούτσαινα ακόμα στο δρόμο
θα κούτσαινα κι όλο θα σκόνταφτα στο μαύρο
πάνω στο μαύρο των καιρών
κι ούτε που θα βλεπα πως ο,τι και να γίνεται η γη γυρίζει
και γυρίζει

το ουράνιο τόξο πια έχει δεκατέσσερα χρώματα
το ηλιοβασίλεμα εικοσιδύο
κι οι ίσκιοι είναι οι χειρονομίες των  άστρων που δε φαίνονται,
με γυμνωμένο μάτι

χωρίς το αόρατο νυστέρι που μου έσκισε τη λάσπη
πρόσθεσε στους αρμούς μου βίδες από ρίγη
και τοποθέτησε στους οφθαλμούς μου ίριδες ανατριχίλας
χωρίς την Ποίηση με λίγα λόγια
σε τούτη τη ζωή τουλάχιστον
θα αργοπέθαινα ασυγκίνητος κι ανέπαφος.

Επιστρέφω από το χειρουργείο χρόνια μετά
στο δωμάτιο μου
φτιάχνω καφέ
κι ακόμα κι ο καφές ακούω πώς γουργουρίζει στο μπρίκι
μπροστά σε τόση ομορφιά
Ύστερα,γυρίζω το διακόπτη να σβησω το φως
μα το αόρατο φως εκεί μελιχρό  επιμένει.
Χρώμα,άρωμα,χειρονομία,επιστροφή,ζωή
ψέμμα αληθινο μες σε αλήθεια ψεύτικηραγματικότητα,ηδονή

Η Ποίηση είναι μια αναγκαία   εγχείρηση των αισθήσεων
αν θελει κανεις να πεθαίνει ανθρώπινα.
-συγκίνηση.

-επαφή

. Γυναίκα//Ακρογιαλιές δειλινά

Γυναίκα
--------------------

Κι ήταν τα χείλια της
Γραφή ανεξήγητη του πεπρωμένου
Κι όμως πιο πέρα ένα χελιδόνι έστηνε φωλιά
Και κάποιο αηδονι το προυπαντούσε
Μα τα στήθια της σπαρτάραγαν ακόμα
το ξημέρωμα
Από αγωνίες θανατερές του Απρίλη

Κι ήταν ο παφλασμός της θάλασσας
Μια υπόσχεση να φρικιά το σώμα
Από μονάχα ένα σπασμό  αιωνιότητας
Κι ύστερα εφήμερο,εφήμερο.
Εφήμερο και δρόμοι.

Μα κανείς δεν τη γνώριζε
Κάτω απ το καντήλι της νύχτας
Και κανείς δεν της πρότεινε το χέρι
Να περάσει  τη γέφυρα
Που χώριζε τη σάρκα απο τον έρωτα


Κι ήταν τα μάτια της
Ολονύχτια κηδεία των άστρων
Κι ήταν το αίνιγμα της ζωής
-Φύκια,ηλιοβασιλέματα-
Το μόνο που δε τη γέλασε

Τολμώ



Τολμώ να επιστρατεύσω Τους κάλυκες του χειμώνα
Από όπου τα βαλσαμωμένα βλέφαρα
Την άνοιξη θ ανθίσουν

Να περικυκλωθώ απ τον άνεμο που
Μια που στρώνει τα χορτάρια,τα χορτάρια  καίει
Μα που θα ζωντανέψουν σε μιαν άλλη εποχή που εγώ δε θα μαι

Τολμώ σαν ιχνηλάτης να σκορπίσω τα βήματα
Σε μιαν αύρα νοσταλγική του παρόντος
Με την ανυπαρξία  ή τη γραφη μου σε ένα κορμί καθώς γερνάει μες στη νιότη του

Σε έναν υδάτινο μανδύα από μαύρα ποτάμια
Στις φλέβες του χειμώναΣτις φλέβες εντος μου
Να συγκεράσω τις επιθυμίες που ναι άχρωμες και μέσα  μου επίλογος ο τρόμος

Με όλα τα χρώματα ενός ήλιου που αποκοιμήθηκε
Μα κάποια ώρα ανυπεράσπιστος θα ανασηκωθεί
Απ τα  χελιδονοσκεπάσματα να πυρπολήσει την ομορφιά του μέλλοντος

Με ένα φτυάρι σκάβω τις λέξεις απ της γλώσσας το στομάχι
Που εμέσσει  ένα ρυάκι αναμνήσεις
Να λυτρωθεί το χώμα που με ορίζει,να ξεχυλησει ο  πυρετός που σιγοβράζει

Κράτα τη ζωή σου,είναι δική σου
Σφίξτην στον άνεμο με χερια σταυρωμένα όπως μια προσευχή σου
Κράτα γερά το κρανίο σου στο κυανό,στο μαύρο και στο κόκκινο

Στο φως και στο έρεβος Οι κάλυκες σωπαίνουν
 κοιτα μα όμως με σημαίνουσα σιωπή
Οι καμπάνες στο ορεινό ξωκκλήσι ακόμα πιστεύουν
Τα κορμιά μας χορεύουν στον έρωτα
Θανατερά.

Τολμώ και  να φορέσω κέρινα φτερά
Μα δεν ήρθε ο καιρός ακόμα να πετάξω των στροβίλων και των κεραυνών
Κοίτα πώς τα σπαθόχορτα σφάζουν τις ομορφιές .Να ξεδιψάσει ο πόθος

Και τα άγριο χώμα κάπου κάπου μας σκεπάζει
Μα δεν αρνούμαι
Μονάχα λίγο λίγο παραιτούμαι

Τολμώ να επιστρατεύσω τις ρίζες της σκέψης μου
Για να απλωθούν και να ραγίσουν τον ουρανό από λέξεις
Και δεν καραδοκώ γι αυτό που ήταν εδώ παντα μα που έρχεται όταν εγω δεν είμαι



Κοιτα το φως ,την υγρασία ,τις αχτίδες
Στο συνοφριωμένο νούφαρο,στην άγρια λίμνη
Καθρεφτης μαύρος στεναγμός και άγια κοίτη

όλο νύχτα κι άβυσσο, το δειλινό που πάντα επιστρέφει
σε ένα παλτό,σε κάποιο ψέμα,στον παράλυτο που γνέφει
όλο νύχτα κι άβυσσο, εγκόσμια και κώνειο  του πόθου

Ρωγμή στα βλέφαρα,η προέκταση απ το στήθος  μου
Μα ο οφθαλμός της άνοιξης
Θα με κοιτάξει με το βλεμμα του παράπονο

Και αιφανιδίως το  άινιγμα πικρό θα εκλιπαρήσει
‘’Να μην ξεχνάς
Την μόνη αλήθεια που παντοτινά λησμόνησες

Για πάντα θα συντρίβεσαι στων στεναγμων τις γέφυρες

Κι όταν περνάς απέναντι θα αναπολείς τον ίσκιο’’