Nα
περπατήσουμε με το χαλάζι στο παλτό
Και ένα τσιγάρο φλεγόμενο στα μάτια
Συνενοχοι στις ίδιες αρνήσεις
Να κάτσουμε σε ένα παγκάκι μαζί με τους απεγνωσμένους γερους
συνταξιούχους
Που δεν εχουν παρα σπορια για τα περιστέρια
Και απ αυτά ευτυχως ακομα
φοροδιαφευγουν
Κι εκεί να κοιμηθούμε
Σε ένα τοπίο που πάνω του οι επιθυμίες
Βροχή από ασημένιες
πέτρες
Να κρατήσουμε ένα περίστροφο στο ένα χέρι
Γεμάτο σφαίρες από όλες τις ανασφάλειες
Και να γίνουμε αυτόχειρες των ψυχαναγκασμών μας
Να ρίξουμε φωτιά από άστρα στους δήμιους
Πυρκαγιά από χρώματα στους εγκλειστους των πολυκατοικιών
Χιονισμένοι δρόμοι οι ψυχες μας
πάνω τους κανουνε σκι
Οι αρουραίοι,οι δημαγωγοί κι οι πεθαμένοι επαναστάτες
Να πάρουμε τους καναπέδες να τους κανουμε χαρταετό
Σε όλες τις πορείες
Να ξεχυθούμε στους δρόμους
Με κανα δυο συνθήματα
Μονάχα σαν μια τέχνη
των αισθήσεων
Κι όσο για τις βελόνες των πεύκων
Μ αυτές να τρυπήσουμε τις φλέβες μας
Και να μεταμορφωθούμε
μανιώδεις του φανταστικού
Χωρίς δραχμή πραγματικού στην τσέπη
-Ε φιλαρακι,εχεις δυο κατοστάρικα
Να πάρω ένα πεύκο γιατί διψάω?
Να κόψουμε δύο σύννεφα στη μέση
και να κεράσουμε με το μετάξι ολες τις νύχτες
της σκοροφαγωμένης
νιότης μας
ή πάνω σε ένα λοφο να καθήσουμε
να κοιτάξουμε απ την αρχή τα φύλλα των δεντρων
πριν πέσουν που ναι για μια στιγμή
τα απείθαρχα μάτια του χειμώνα
και μ αυτά
κοιτώντας την καρδιά των αστών
να τους κάνουμε να ντρέπονται για τα χερια τους
που μυρίζουν
χρονια ναφθαλίνη.
Και από κει ξεκινωντας παλι απ την αρχη
Να σπειρουμε μ ολο μας το αιμα την άσφαλτο
Που φτύνει πανω της
Κάθε ασυμβίβαστο ξημέρωμα την ανοιξη
Κι αφου χορταριάσει στο τερμα του δρομου
να πεθάνουμε σίγουροι
Πως εμεις τελικα ειχαμε ζήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου